Ο Αγγλογερμανικός ανταγωνισμός και η Μάχη της Κρήτης
Η γεωστρατηγική θέση της Μεγαλονήσου προκαλεί το ενδιαφέρον του Άξονα…
Ο ΑΓΓΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Η γεωστρατηγική θέση της Μεγαλονήσου προκαλεί το ενδιαφέρον του Άξονα…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Αγγλογερμανικός ανταγωνισμός στην Κρήτη πριν ξεσπάσει ο πόλεμος
Η Κρήτη ως γεωστρατηγικός παράγοντας έχει έκπαλαι αυξημένο ενδιαφέρον για την πολιτική των υπερδυνάμεων, με αποτέλεσμα πολλές φορές –ακόμη και πρόσφατα, ίσως και σήμερα– να αποτελεί πόλο έλξης ύποπτων συμφερόντων. Στο πλαίσιο αυτό έχει παρατηρηθεί ότι ακόμη και τεχνητά ρεύματα αυτονομισμού καλλιεργούνται.
Με λιγότερο ξεκάθαρες τάσεις είχαν εμφανιστεί δύο αντίπαλες παρασκηνιακές επιρροές στα τελευταία χρόνια του Μεσοπολέμου. Με πρόσχημα τις επιστημονικές και πολιτιστικές δραστηριότητες, η Αγγλία και η Γερμανία, η καθεμία για λογαριασμό της, είχαν στείλει πράκτορες που κατέκλυσαν τη Μεγαλόνησο, στο ούτως ή άλλως φιλόξενο έδαφος της οποίας παρατηρήθηκε ένας ανταγωνισμός. Και από τις δύο αυτές χώρες είχαν δημιουργηθεί αντίστοιχες μικρές, αλλά δυναμικές, παροικίες.
Ήδη πριν αρχίσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος η Κρήτη είχε γίνει το επίκεντρο Άγγλων και Γερμανών πρακτόρων και όχι μόνο, ενώ ένας τρίτος παράγοντας, η Ιταλία, είχε έντονο ενδιαφέρον για να τη θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό της, χωρίς όμως να είναι σε θέση να το κάνει πράξη. Αργότερα, τον Απρίλιο του 1940, διπλωματικές πληροφορίες έφεραν την Ιταλία να ετοιμάζεται για την κατάληψη της Κρήτης.
Ωστόσο, και όταν ακόμη άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, παρά τις έντονες φημολογίες, δεν επιχειρήθηκε καν από τους Ιταλούς να υλοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο, αν και διέθεταν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Δωδεκάνησο.
Πριν από την άνοιξη του 1940, οι Άγγλοι είχαν καταλήξει στην απόφαση να ενδιαφερθούν για την τύχη της Κρήτης, ανεξάρτητα από τις ελληνικές διαθέσεις. Πίστευαν ότι στη δεδομένη στιγμή και αφού δηλαδή θα έφθανε η ώρα να εισέλθει στον παγκόσμιο πόλεμο η Ιταλία (κάτι που συνέβη ελάχιστες εβδομάδες αργόΑγγλογερμανικός ανταγωνισμός στην Κρήτη πριν ξεσπάσει ο πόλεμος.
Στις αρχές Μαΐου του 1940, ο Μεταξάς μιλώντας σε Άγγλο δημοσιογράφο ανέφερε ότι συνολικά οι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα Γερμανοί (κατά τεκμήριο, πράκτορες οι περισσότεροι) είναι 1.959 ακριβώς .
Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία για την Κρήτη, οπωσδήποτε την υπεροχή είχαν οι Άγγλοι, δοθέντος μάλιστα ότι διατηρούσαν το πλεονέκτημα να έχουν πολυάριθμη αρχαιολογική αποστολή εκεί. Η Κρήτη, ακριβώς λόγω της στρατηγικής σημασίας της, δεν ήταν μόνο ιταλικός στόχος. Ήταν και στόχος της θαλασσοκράτειρας ακόμα Αγγλίας. Το θέμα της κατάληψης της Κρήτης συζητείται πολλές φορές πριν από την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν δηλαδή η Ελλάδα ήταν ένα ουδέτερο και ανεξάρτητο κράτος, όπως αυτό το ζήτημα εμφανίζεται στα αρχεία του Φόρεϊν Όφις:
- Στις 28 Μαΐου 1940, ο Άγγλος πρεσβευτής στη Ρώμη (η Ιταλία δεν είχε εισέλθει ακόμα στον πόλεμο και συνεπώς διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις με την Αγγλία) σερ Πέρσυ Λοραίν έγραφε στο Λονδίνο: «Θα ήταν άκρως σημαντικόν διά την κυβέρνησιν της Α.Μ. να λάβη παν δυνατόν μέτρον, ώστε να αποτρέψη ιταλικήν εγκατάστασιν στην Κρήτην και να μη επιτρέψη την χρησιμοποίησιν του όρμου της Σούδας από τις ιταλικές ναυτικές δυνάμεις…»
- Στις 4 Ιουνίου 1940, κατά τη συνεδρίαση της Ανώτερης Επιτροπής Κοινών Σχεδίων, στην οποία συμμετείχαν και παράγοντες του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών, θέμα αποτελεί πάλι η κατάληψη της Κρήτης από τους Άγγλους. Αποσπούμε από τα πρακτικά:
«…Το ειδικόν ζήτημα, το οποίον ηγέρθη από την πρότασιν να καταληφθή η Κρήτη, εις την περίπτωσιν εχθρότητος από μέρους της Ιταλίας, ήτο κατά πόσον οι Σύμμαχοι προετίθεντο να διενεργήσουν την επιχείρησιν και υπό άλλο πρόσχημα εκτός από την εισβολήν των Ιταλών εις το ελληνικόν έδαφος. Εάν, επί παραδείγματι, οι Ιταλοί εκήρυτταν τον πόλεμον εναντίον των Συμμάχων όπως καταλάβουν την Κρήτην θα είναι αναμφιβόλως ότι (οι Έλληνες) θα προτιμούσαν να έμεναν οι Σύμμαχοι έξω (της Κρήτης), εκτός εάν τους εδίδετο θετική εγγύησις προστασίας από ιταλικήν επίθεσιν. Από την άλλην πλευράν, οι Σύμμαχοι θα ήσαν υποχρεωμένοι εξ αιτίας των συμβατικών υποχρεώσεών των να καταλάβουν την Κρήτην ως τρόπον παροχής βοηθείας προς την Ελλάδα, αν η χώρα αυτή υφίστατο ιταλικήν εισβολήν.
Τα συμπεράσματα εξ όλων αυτών είναι: α) Εάν προσπαθήσωμεν να εξασφαλίσωμεν την προηγουμένην συγκατάθεσιν των Ελλήνων διά την κατοχήν της Κρήτης, θα συναντήσωμεν άρνησιν, υποχρεούμενοι να αποκαλύψωμεν τας αδυναμίας μας. β) Η κατάληψις της Κρήτης θα πρέπει να περιορισθή εις την μόνην περίπτωσιν, κατά την οποίαν θα είχομεν δικαίωμα να αναλάβωμεν τοιαύτην ενέργειαν εις την περίπτωσιν επιθέσεως της Ιταλίας κατά της Ελλάδος».
- Στις 7 Ιουνίου 1940 σε νέο μνημόνιο γίνεται αναφορά για την οριστική απόφαση περί κατάληψης της Κρήτης, αλλά να μη γνωστοποιηθεί στην αμέσως ενδιαφερόμενη ελληνική κυβέρνηση:
«Οι αρχηγοί των Επιτελείων επανεξήτασαν το θέμα της Κρήτης και απεφάσισαν: α) Να διατηρήσουν εν ισχύι την υφισταμένην απόφασιν, κατά την οποίαν εκστρατευτική δύναμις θα αποσταλή εις Κρήτην μόνον εις την περίπτωσιν ιταλικής επιθέσεως εναντίον του ελληνικού εδάφους και β) Να διατηρήσουν εν ισχύι προηγουμένην απόφασιν κατά την οποίαν δεν θα πρέπει να ενημερωθή η ελληνική κυβέρνησις περί του σχεδίου, μέχρις ότου έλθη η στιγμή να πραγματοποιηθή τούτο…» 4. Και ενώ η κατάληψη της Κρήτης είναι ένα θέμα, που κατά την άποψη των Άγγλων ιθυνόντων δεν πρέπει να το πληροφορηθεί η ελληνική κυβέρνηση, αυτό το ίδιο θέμα το γνωστοποιούν στους Τούρκους! Ιδού το σχετικό ντοκουμέντο, ένα τηλεγράφημα του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής προς το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών: «Εις την διάσκεψιν της Χάϊφα εγνώσθη ότι ο Βασιλεύς της Ελλάδος είπεν εις τον αεροπορικόν ακόλουθον Αγκύρας ότι εάν οι Σύμμαχοι προτίθενται να χρησιμοποιήσουν το ελληνικόν έδαφος, η ελληνική κυβέρνησις πρέπει να ενημερωθή πλήρως. Οι στρατηγοί Μεταξάς και Παπάγος υπεγράμμισαν την ανάγκην στενής συνεργασίας.
Οι τρεις αντιστράτηγοι θεωρούν ότι δεν είναι επιθυμητόν να ενημερωθούν οι Έλληνες επί των προθέσεών μας εν σχέσει με την Κρήτην και την Μήλον. Ο στρατηγός Μιτελχώσερ αντιτίθεται εις το να ενημερωθούν. Οι τρεις αντιστράτηγοι συμφωνούν επί της επιτακτικής ανάγκης μυστικότητος και του κινδύνου να καταστούν γνωσταί αι προθέσεις μας. Επειδή όμως κατέστη αναγκαίον να λεχθούν εις τους Τούρκους (τον στρατηγόν Γκουντούζ και τον κ. Ατσικαλίν) και ενώ προτείνομεν να μη λεχθούν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν απομένει προς εξέτασιν κατά πόσον θα πρέπει να παρασχεθούν πληροφορίαι εις τον Βασιλέα ή τον Μεταξάν». Ενώ η δραματική αυτή συμπεριφορά επιδεικνύεται προς την Ελλάδα, οι Άγγλοι διπλωμάτες σπεύδουν να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα. Παραθέτουμε από σχετικό τηλεγράφημα εκείνων των ημερών, που έστειλε ο Άγγλος πρεσβευτής στην Αθήνα Πάλαιρετ στο Φόρεϊν Όφις: «Ο υποπρόξενος εις το Ηράκλειον, αναφέρει ότι πολλοί, οι οποίοι επισκέπτονται το προξενείον, μεταξύ των οποίων Κρήτες οπλαρχηγοί, είναι πρόθυμοι να τεθούν εις την διάθεσίν μας, εάν παραστή ανάγκη. Του είπα να ευχαριστή και να κρατή σημείωσιν ονομάτων και άλλων στοιχείων. Ως ετηλεγράφησε προς το υπουργείον Στρατιωτικών την 25ην Μαΐου ο στρατιωτικός ακόλουθος, οιον – δήποτε σχέδιον αποστολής αποβατικού αποσπάσματος εις την Κρήτην καλόν θα ήτο να περιλαμβάνη και 5.000 τυφέκια και πυρομαχικά προς διανομήν εις τους εθελοντάς»5 . 6. Οι Βρετανοί αδυνατούν να εξασφαλίσουν την επαρκή άμυνα της Κρήτης και εγκαταλείπουν το σχέδιο να την καταλάβουν ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης. Ύστερα από διάφορες διαβουλεύσεις, εμφανίζονται πρόθυμοι να συνεργασθούν με τους Έλληνες για την άμυνα της Κρήτης.
Ένα μήνα πριν από την ιταλική επίθεση, ο Πάλαιρετ τηλεγραφεί στο Λονδίνο: «Ο πρωθυπουργός εξουσιοδότησε τους στρατιωτικούς ακολούθους μας να συζητήσουν συντονισμένον σχέδιον αμύνης της Κρήτης με τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου ως πρόεδρον του Ελληνικού Συμβουλίου Αμύνης. Ο τελευταίος εδήλωσε σήμερον ότι ήτο πρόθυμος να ανταλλάξη απόψεις, εάν δυνάμεθα να περιγράψωμεν τα μέτρα, τα οποία πρόκειται να λάβωμεν και, επίσης, κατά ποίον τρόπον αι ελληνικαί δυνάμεις δύνανται να συνεργασθούν. Περισσότεροι από 12.000 άνδρες ευρίσκονται υπό τα όπλα εις την Κρήτην, αλλά η κατάστασις παραμένει αμετάβλητος χωρίς αντιαεροπορικόν ή επάκτιον πυροβολικόν…» 7. Στις 9 Οκτωβρίου 1940 ο Πάλαιρετ αναφέρει στο υπουργείο του: «…Η σημασία της εξασφαλίσεως της Κρήτης είναι προφανώς τόσον από την άποψιν του αποτελέσματος της εκεί (παρασχεθησομένης) βοηθείας επί της ελληνικής αποφασιστικότητος δι’ αντίστασιν όσον και διά να παρασχεθή ασφαλές καταφύγιον εις την Ελληνικήν Βασιλικήν Οικογένειαν και την Κυβέρνησιν εις την περίπτωσιν που θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν την ηπειρωτικήν Ελλάδα». Ήδη δηλαδή από τότε, ίσως δε και πολύ νωρίτερα, είχε προσδιορισθεί η βρετανική σχεδίαση που χρησιμοποιήθηκε τον Μάιο του 1941, χωρίς να παραγνωρίζουμε το καθοριστικό γεγονός ότι διοικητής των δυνάμεων ήταν ένας αποφασιστικός στρατηγός όπως ο Φρέυμπεργκ και όχι οι προκάτοχοί του. Η Βρετανία κάθε άλλο παρά προετοιμάστηκε για να καταστήσει την
Ο ΑΓΓΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Κρήτη ένα απόρθητο φρούριο, χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι την εποχή εκείνη βρισκόταν σε μια από τις δυσχερέστερες περιόδους της κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
ΧΙΤΛΕΡ: ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ Η ΚΡΗΤΗ
Σε αντίθεση με τον Μουσολίνι, ο Χίτλερ είχε εδραιωμένη άποψη για τη σημασία της Κρήτης και, σε κάθε αναφορά ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή, την επαναλάμβανε. Η διαφορά είναι ότι είχε αφήσει κάθε πρωτοβουλία για τη Μεσόγειο στον εταίρο του, αποδεχόμενος και σεβόμενος τον «ζωτικό χώρο» του, χωρίς όμως να εγκαταλείπει την επιδίωξη γερμανικής επιρροής σε οποιοδήποτε γεωγραφικό σημείο. Επομένως, η Κρήτη δεν αποτελούσε για τον Χίτλερ στόχο για οποια δήποτε αεροναυτική οχύρωση και χρήση, πολύ δε περισσότερο για γερμανική ανάμιξη στην κατάληψή της. Ωστόσο, στην επιστολή του που έστειλε στις 20 Νοεμβρίου 1940 προς τον Μουσολίνι, αφού πλέον είχε καταφανεί η αποτυχία του τελευταίου να καταλάβει την Ελλάδα, κάνει σαφέστατη μνεία της αξίας που είχε η Κρήτη:
«Ντούτσε, Επιτρέψτε μου να αρχίσω την παρούσα μου με τη διαβεβαίωση ότι η καρδιά και τα αισθήματά μου ήταν πάντα μαζί σας, περισσότερο παρά ποτέ, κατά το δεκαπενθήμερο που πέρασε. Θα ήθελα επίσης να σας πληροφορήσω για την απόφασή μου να πράξω κάθε τι που θα μπορούσε να σας ανακουφίσει κατά τις παρούσες περιστάσεις.
Όταν σας παρακάλεσα να με δεχθείτε στη Φλωρεντία, άρχισα το ταξίδι μου με την ελπίδα ότι θα μπορούσα να σας ενημερώσω για τις απόψεις μου πριν από την έκρηξη της απειλητικής διενέξεως με την Ελλάδα, για την οποία είχα αόριστες μόνο πληροφορίες. Επιθυμούσα, προπαντός, να σας πείσω να αναβάλετε τη δράση για λίγο, μάλλον σε καταλληλότερη εποχή, πάντως μέχρι να τελειώσουν οι προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδίως ήθελα να σας τονίσω την ανάγκη να μην αναληφθεί δράση πριν από την αστραπιαία κατάληψη της Κρήτης. Για την επιχείρηση αυτή ήθελα να σας κάνω πρακτικές προτάσεις για τη χρησιμοποίηση μιας μεραρχίας αλεξιπτωτιστών και άλλης μιας αεροκίνητης μεραρχίας πεζικού επιθέσεως.
Η σειρά των γεγονότων, όπως εξελίχθηκαν εν τω μεταξύ μέχρι σήμερα, έχουν ψυχολογικές συνέπειες και στρατιωτικούς αντίκτυπους υψίστης σημασίας. Ως εκ τούτου είναι επιτακτική ανάγκη να ριφθεί πλήρες φως σ’ αυτά…
Η Νότιος Ιταλία και τα λιμάνια της, όσο και ολόκληρη η Αλβανία βρίσκονται τώρα μέσα στην ακτίνα δράσεως των βρετανικών βομβαρδιστικών. Είναι προφανές ότι η Αγγλία καθόλου δεν ενδιαφέρεται για τις από αέρος ιταλικές επιθέσεις αντιποίνων που καταστρέφουν ελληνικές πόλεις. Από την άποψη αυτή, αποφασιστική σημασία παρουσιάζει η εναντίον των ιταλικών πόλεων επίθεση. Θεωρώ δε ως εντελώς μάταιη την από ξηράς, από το αλβανικό έδαφος, επίθεση κατά των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, αν τέτοια επίθεση επιχειρηθεί πριν από τον Μάρτιο. Η καταστροφή των βρετανικών αεροπορικών βάσεων από αέρος πρέπει επίσης να αποκλείεται, με βάση τη μέχρι τώρα πείρα του πολέμου. Είναι ευκολότερο κανείς να καταστρέψει ο,τιδήποτε παρά μια αεροπορική βάση. Το γεγονός είναι ότι, όπως φοβόμουν, η Αγγλία κατέλαβε την Κρήτη. Πρόκειται να βάλει πόδι και σε κάποια άλλα νησιά και να εγκαταστήσει αεροπορικές βάσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, μεταξύ αυτών δε δύο κοντά στη Θεσσαλονίκη, και ίσως δύο στη Θράκη. Και αυτή η Ρόδος μπορεί τώρα να προσβληθεί από τα βαρέα βρετανικά καταδιωκτικά και αν, όπως φαίνεται, οι Άγγλοι εγκαταστήσουν αεροπορικές βάσεις στη Δυτική Ελλάδα, όλες οι νότιες παραθαλάσσιες ιταλικές πόλεις και τοποθεσίες θα απειληθούν σοβαρά…
Θα ήθελα την άνοιξη, και το αργότερο την πρώτη
Μαΐου, να έχουν επιστρέψει οι ένοπλες γερμανικές μου δυνάμεις. Απ’ αυτό επομένως καθορίζεται και ο χρόνος της ενέργειάς μας…» Ο Χίτλερ πίστευε ότι ο εταίρος του έπρεπε, αν ήθελε να καταλάβει την Ελλάδα, να έχει θέσει ως προϋπόθεση την κατάληψη της Κρήτης. Με δεδομένη την κατοχή της Δωδεκανήσου από ιταλικής πλευράς, ήταν αυτονόητη η στόχευση της Μεγαλονήσου για την εξασφάλιση του ελέγχου και την παρεμπόδιση των βρετανικών κινήσεων. Γι’ αυτό και επέμενε κάθε φορά ο Χίτλερ, επικαλούμενος διάφορα επιχειρήματα, παρά το γεγονός ότι δεν είχε κατορθώσει να πείσει τον Μουσολίνι να το πράξει.
ΠΡΟΧΕΙΡΗ ΟΧΥΡΩΣΗ ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ
Από την άλλη μεριά, η Αγγλία, αξιολογώντας με ανάλογο μέτρο τη στρατηγική αξία της Κρήτης, είχε διαθέσει κρυφά μια ισχυρή δύναμη ήδη από τις πρώτες μέρες της εμπλοκής της Ελλάδας στον πόλεμο για να επανδρώσει την άμυνα της Μεγαλονήσου. Στις 29 Οκτωβρίου 1940 ο Τσώρτσιλ τηλεγραφούσε στον ευρισκόμενο στο Χαρτούμ υπουργό του επί των Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν: «Ενταύθα, άπαντες είμεθα πεπεισμένοι ότι δέον όπως καταβληθή προσπάθεια να εγκαταστήσωμεν βάσιν εις Κρήτην, και ότι πρέπει να τολμήσωμεν να διακινδυνεύσωμεν διά να αποκτήσωμεν το πολύτιμον αυτό γέρας… Πρωταρχικής σημασίας είναι να έχωμεν το καλύτερον δυνατόν αεροδρόμιον και μίαν ναυτικήν βάσιν διά τον ανεφοδιασμόν μας εις καύσιμα εις τον λιμένα της Σούδας. Επιτυχής υπεράσπισις της Κρήτης είναι ανεκτίμητος βοήθεια διά την άμυναν της Αιγύπτου. Εάν οι Ιταλοί καταλάβουν την Κρήτην, αυτό θα εσήμαινε σοβαράν επιδείνωσιν όλων των δυσχερειών μας εις την Μεσόγειον…» Και δύο μέρες αργότερα, στις 31 Οκτωβρίου 1940, φθάνουν στην Κρήτη οι πρώτες αγγλικές δυνάμεις για να εξασφαλίσουν την άμυνά της. Δεν είναι παρά είκοσι αντιαεροπορικά και λίγα επάκτια τηλεβόλα. Είναι όμως η αρχή. Οι Βρετανοί στρατιωτικοί είχαν εκτιμήσει ότι, ενόσω η Ιταλία είχε βρεθεί σε τόσο δυσχερή θέση στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, δεν υπήρχε κίνδυνος για την Κρήτη. Αυτή η αντίληψη φάνηκε να τους επηρέασε ώστε να μην ενισχύσουν δυναμικά την οχύρωση της Μεγαλονήσου, περιορίζοντας μάλιστα αρχικά την κύρια παρουσία τους στο λιμάνι της Σούδας. Σύμφωνα με μια παράτολμη θεωρία, οι Άγγλοι ηθελημένα αδιαφόρησαν για την τύχη της Κρήτης, προκειμένου να την εγκαταλείψουν στα χέρια των Γερμανών, ώστε όταν θα ερχόταν η ώρα της τελικής νίκης να διεκδικήσουν την κυριαρχία της! Το άλλο εναλλακτικό σενάριο ήταν, αν δεν υπήρχε ανάμιξη της Γερμανίας στο ελληνικό μέτωπο, και οι Ιταλοί κατόρθωναν να καταλάβουν την
ηπειρωτική Ελλάδα, οι Άγγλοι να κρατούσαν τον έλεγχο της Μεγαλονήσου στη βάση μιας ντε φάκτο διανομής, αμοιβαία σεβαστής από την Ιταλία και τη Βρετανία, πάντα με τον απώτερο στόχο της τελευταίας να εξασφαλίσει μεταπολεμικά την κυριαρχία της Κρήτης . Σε οποιαδήποτε περίπτωση όμως, εύκολα επισημαίνεται η βρετανική αδιαφορία για την οχύρωση της Κρήτης, που είχαν αναλάβει να υλοποιήσουν. Εφησυχασμένη η ελληνική ηγεσία, είχε σπεύσει από τις πρώτες μέρες του πολέμου να αποσύρει την V Μεραρχία Κρητών για να την προωθήσει στο Μέτωπο, με την πεποίθηση ότι η συμμαχική κάλυψη ήταν δεδομένη. Οι Άγγλοι δεν αποδέχθηκαν εύκολα αυτή τη μετακίνηση, αλλά οι αποφάσεις του αυτοκρατορικού επιτελείου (13 Νοεμβρίου 1940) ότι θα κρατούσαν τη Μεγαλόνησο οτιδήποτε και αν συνέβαινε με την ηπειρωτική Ελλάδα ώθησαν τον ναύαρχο Κάνιγκαμ να δηλώσει ότι απόβαση στην Κρήτη ήταν αδύνατη, ενόσω ο ίδιος φρουρούσε την περιοχή. Μπροστά στην επιμονή του αρχιστράτηγου Παπάγου να συγκεντρώσει στο Μέτωπο κάθε διαθέσιμη ελληνική δύναμη, κατασίγασε οποιαδήποτε βρετανική ένσταση8 . Άλλωστε, σε αντιστάθμισμα της μετακίνησης, είχε αποφασισθεί η δημιουργία άλλης ένοπλης δύναμης ως πολιτοφυλακής. Στο Λονδίνο κρίθηκε ότι οι μικρές δυνάμεις στην Κρήτη ήταν υπεραρκετές για την τότε κατάσταση, αλλά ότι εν τω μεταξύ υπήρχε διαθέσιμος χρόνος για να αναπτυχθούν τα οχυρωματικά έργα και να προστεθούν νέες συμμαχικές δυνάμεις. Στην πραγματικότητα μόνο ψυχολογικά συμβάλλει η βρετανική παρουσία στην Κρήτη στους κατοίκους του νησιού, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των ξένων στρατιωτών που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν την εντύπωση ότι είναι κατοχική δύναμη .
Εκ των υστέρων, αμέσως μετά το τέλος της Μάχης της Κρήτης, ένας Άγγλος διπλωμάτης (ο Χ. Κάτσια) σχολιάζει συμπερασματικά σε μια έκθεσή του: «Εάν είχαμε προετοιμασθεί προσεκτικά και είχαμε χρησιμοποιήσει το διάστημα των έξι μηνών που η νήσος βρισκόταν υπό τον έλεγχό μας, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν θα ήμαστε ακόμα εκεί»10. Είναι μια απλή και περιεκτική διατύπωση για το πώς η Αγγλία δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να κρατήσει την Κρήτη, αφού δεν οργάνωσε την άμυνά της. Είτε είχε υποτιμήσει τη γερμανική αποφασιστικότητα και ικανότητα, είτε η ίδια είχε άλλα μακροπρόθεσμα σχέδια… Είναι γεγονός ότι ο μόνος από τους Βρετανούς ηγέτες, που είχαν εκτιμήσει πόσο σημαντική ήταν η επιμελής οχύρωση της Κρήτης, ήταν ο ίδιος ο Τσώρτσιλ. Επανειλημμένα είχε εκφρασθεί, κατά τη διάρκεια πολύωρων πολεμικών ή υπουργικών συμβουλίων και συνεργασιών, για το μοναδικό στρατηγικό ενδιαφέρον που αντιπροσώπευε η ελληνική Μεγαλόνησος. Η στρατιωτική ηγεσία, όμως, χωρίς να έχει αντίθετη γνώμη, δεν εφάρμοσε στην πράξη τις ανησυχίες –και τις φιλοδοξίες– του Βρετανού πρωθυπουργού.
ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΝΤΕΛΜΠΟΥΡΥ
Σημαδιακός είναι ο ρόλος του Τζων Πεντέλμπουρυ, σταθμάρχη των βρετανικών υπηρεσιών στο Ηράκλειο Κρήτης και ενός από τους σημαντικότερους Άγγλους πράκτορες που έδρασαν πριν από την Κατοχή στην Ελλάδα. Για την εν γένει ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του γίνεται λόγος εκτενέστερα πιο κάτω, αλλά η δράση του αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με τη δημιουργία του αντιστασιακού κινήματος. Ήταν εκείνος που επισήμανε Αναμνηστική φωτογραφία Άγγλων και Ελλήνων συνεργατών τους την εποχή που άρχιζε η οχύρωση της Μεγαλονήσου με συμμαχική ευθύνη. Τη χρησιμότητα των τριών κυρίων οπλαρχηγών της κρητικής αντίστασης και ουσιαστικά εκείνος που τους στράτευσε: τον Μανώλη Μπαντουβά, τον Αντώνη Γρηγοράκη ή Σατανά και τον Γεώργιο Πετρακογιώργη. Ο ζήλος του για το έργο που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας δεν εκτιμήθηκε ανάλογα από τους προϊσταμένους του, οι οποίοι δεν του έστειλαν τα 10.000 όπλα που είχε ζητήσει για να εξοπλίσει τα παραστρατιωτικά σώματα που είχε σκεφθεί να σχηματίσει στην Κρήτη. Αν αυτό είχε συμβεί, ίσως θα ήταν οργανωμένη κατά τα διεθνή νόμιμα η άμυνα πολιτών κατά τη γερμανική επίθεση. Ο γνώριμος στη Μεγαλόνησο από την προηγούμενη θητεία του ως αρχαιολόγου Πεντέλμπουρυ είχε αναλάβει τα καθήκοντά του μερικούς μήνες πριν από την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, καλυπτόμενος με την ιδιότητα του Άγγλου πρόξενου στο Ηράκλειο. Φιλοδοξούσε να διαδραματίσει ρόλο πολύ πιο ευρύτερο εκείνου που ήταν εξουσιοδοτημένος από την υπηρεσία του, επιστρατεύοντας τις ικανότητες και ίσως περισσότερο τον ρομαντισμό του. Ορισμένες ακραίες πρωτοβουλίες του, εντονότερες αφότου η Αγγλία είχε αναλάβει την οργάνωση της άμυνας στην Κρήτη,
αρκετές φορές προκάλεσαν την αντίδραση των ελληνικών Αρχών, ενώ σε μια περίπτωση ενόχλησαν και τον ίδιο τον πρωθυπουργό Μεταξά. Ο Άγγλος αρχαιολόγος-κατάσκοπος μεταξύ άλλων χρησιμοποίησε τον Μανώλη Μπαντουβά και τον Γρηγοράκη-Σατανά για μια περίεργη υπόθεση στο Καστελόριζο, που έφερε σε τριβή τις σχέσεις Βρετανών-ελληνικής κυβέρνησης. Προηγουμένως, όταν έγινε η ιταλική επίθεση και άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, οι ελληνικές Αρχές στην Κρήτη είχαν συλλάβει μια ομάδα Κρητικών που δρούσαν για λογαριασμό των Άγγλων. Απελευθερώθηκαν λίγο αργότερα, όπως και ο Άγγλος πράκτορας, σύμφωνα με τηλεγράφημα του Πάλαιρετ προς το Φόρεϊν Όφις στις 31 Οκτ. 1940: «…Οι Κρήτες, οι οποίοι συνελήφθησαν κατόπιν της αποβάσεως πράκτορός μας εκεί, ως και ο πράκτωρ, αφέθησαν ελεύθεροι». Η άποψη του Πεντέλμπουρυ, πιθανώς και οι συγκεκριμένες διαταγές που είχε από την υπηρεσία του, ήταν να επιχειρηθεί μια αφανής σύνδεση Κρήτης-Δωδεκανήσου, ώστε να δημιουργηθεί στο εσωτερικό της τελευταίας με τη συμμετοχή Ελλήνων ένα ευρύ δίκτυο κατασκοπείας και δολιοφθορών. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μπαντουβάς χρησιμοποιήθηκε για τον εντοπισμό Ιταλών κατασκόπων που δρούσαν στην Κρήτη. Εμφανιζόμενος ως ιταλόφιλος ήρθε σε επαφή με πράκτορες των Ιταλών, συνέλεξε πληροφορίες και μεταξύ άλλων «εξουδετέρωσε» μια Ελληνίδα πράκτορα στον Άγιο Σύλλα που ανήκε στο δίκτυο του Κόρπη.
Κεντρική Εικόνα από την άφιξη των βρετανικών στρατευμάτων στην Κρήτη. Πολλές ήταν οι επικρίσεις, τόσο από ελληνικής όσο και από αγγλικής πλευράς, για τον ελλιπή αριθμό των δυνάμεων που διατέθηκαν, αλλά και για την εν γένει οχύρωση της άμυνας, ενώ ήταν σαφές πόσο αποφασιστικοί θα ήταν οι Γερμανοί για να καταλάβουν τη Μεγαλόνησο.