Θύτες και θύματα
Του Ψυχιάτρου Χρήστου Κακουλίδη
Θύτες και θύματα… Η κατανομή των ρόλων στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, γίνεται με τρόπο ανεπαίσθητο, αλλά τελικά με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών. Κι αυτό γιατί αν το ένα μέλος, δε δεχτεί το ρόλο που του δίνει, ή προσπαθεί να του δώσει το άλλο μέλος, το τελευταίο σταματάει την προσπάθειά του, και ή απευθύνεται αλλού, ή το ίδιο μπαίνει στο ρόλο που του έχει ζητήσει, το ισχυρότερο, όπως τελικά αποδεικνύεται, μέλος. Ακούγεται λίγο σαν ένα ψυχρό πάρε δώσε, αλλά καθόλου δεν είναι έτσι. Κι αυτό γιατί η τάση να δίνουμε και να παίρνουμε ρόλους, έχει να κάνει με την ιστορία της ζωής μας. Και είναι τόσο δυνατή αυτή η ιστορία που μας ακολουθεί διαρκώς και καθορίζει τον τρόπο που σχετιζόμαστε. Και όταν ένας ρόλος που θέλει να μας δώσει κάποιος, ταιριάζει με τη δική μας ιστορία, τότε είναι εύκολο να τον πάρουμε. Με αυτό τον τρόπο και αυτός ικανοποιείται που μας έδωσε το ρόλο, για λόγους που αφορούν τη δική του ιστορία, και εμείς ικανοποιούμαστε γιατί για τους δικούς μας ασυνείδητους λόγους, μέσα από το ρόλο αναπαράγουμε τη δική μας ιστορία. Όλα τα παραπάνω όμως, διαλάθουν της προσοχής μας, μιας και είναι κυρίως ασυνείδητες τάσεις, με αποτέλεσμα διαρκώς να αναπαράγουμε ίδιου τύπου σχέσεις , οι οποίες βέβαια, πάντα τελικά οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, μιας και πρόκειται για αναπαραγωγές.
Αν λοιπόν, ένας άνθρωπος από τη δική του ιστορία, έχει δομήσει μέσα του την πεποίθηση ότι είναι θύμα, η πραγματικότητα γυρνά γύρω από αυτό, και αυτό καθορίζει και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεται. Παρατηρεί δηλαδή στους άλλους, μόνο εκείνα που θα επιβεβαιώσουν μέσα του, αυτό που ήδη πιστεύει. Πως είναι δηλαδή το θύμα, πάντα στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, πιέζει ασυνείδητα τον άλλον, με τέτοιο τρόπο ώστε να αισθάνεται θύτης.
Έτσι σιγά σιγά, οι ρόλοι αρχίζουν να διανέμονται σε αυτή τη σχέση. Ο θύτης, από την άλλη, ή αν θέλετε, ο υποψήφιος θύτης, αρχίζει και δέχεται συνεχόμενα λεκτικά ή εξωλεκτικά μηνύματα, συνειδητά ή υποσυνείδητα, και σιγά σιγά, αν το έχει ήδη μέσα του.. αν δηλαδή ήδη νοιώθει ως θύτης, ακόμη και σε λανθάνουσα κατάσταση, με τα τόσα ερεθίσματα, θα μπει τελικά στο ρόλο. Και βέβαια, η ίδια διαδικασία μπορεί να γίνει κι ανάποδα. Κάποιος που έχει μάθει από τη δική του ιστορία να είναι θύτης, βρίσκει συνήθως έναν σύντροφο, ο οποίος να είναι βολικός στο να έχει το ρόλο του θύματος. Και ακόμη κι αν δεν έχει αναπτύξει το ρόλο του αυτό, μέσα από το σύντροφο-θύτη, θα μάθει να συμπεριφέρεται ως θύμα. Όχι επειδή το έχει ανάγκη, σε αυτή την περίπτωση, αλλά γιατί έχει πλέον τον κατάλληλο δότη, ώστε να βγει στην επιφάνεια όλη η ενοχικότητα που διαλάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Γιατί το θύμα σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση λειτουργεί μέσα από την αυτοενοχή, ενώ στην προηγούμενη περίπτωση που ανέφερα, το θύμα-εκείνο δηλαδή που έχει ανάγκη να βιώνει τη ζωή ως θύμα, λειτουργεί μέσα από το να δίνει ενοχές. να τις μοιράζει αφειδώς, ώστε να δημιουργήσει το γνώριμο περιβάλλον, μέσα στο οποίο έχει μάθει να λειτουργεί. Ίσως όμως εδώ, χρειάζονται περισσότερες διευκρινίσεις, μιας και μπορεί οι πληροφορίες να έχουν έρθει όλες μαζί, με τρόπο που να μπερδεύει και όχι να ξεκαθαρίζει το τι συμβαίνει. Ας πάρουμε το θύμα.
Υπάρχει εκείνος που νιώθει θύμα και μέσα από την ενοχική διαδικασία, βάζει διαρκώς τον εαυτό του σε απολογητική και αυτοτιμωρητική θέση
Και υπάρχει και η άλλη μορφή. Όπου το θύμα σε αυτή την περίπτωση, φαινομενικά μοιάζει με θύμα, αλλά στο βάθος των πραγμάτων λειτουργεί ως θύτης. Όχι πια μέσα από αυτοενοχική διαδικασία, αλλά πάλι η ενοχική διαδικασία έχει κεντρικό ρόλο στη διανομή των ρόλων. Μόνο που αυτή τη φορά ο δέκτης της ενοχής δεν είναι ο ίδιος, αλλά ο άλλος. Ο υποψήφιος θύτης. Ας δώσω ένα παράδειγμα των δύο περιπτώσεων, για να γίνει ακόμη πιο ξεκάθαρο αυτό που θέλω να πω. Μία γυναίκα, έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον, στο οποίο η μητέρα της, λόγω των θεμάτων της δικής της ιστορίας, αισθάνεται πως όλοι την εκμεταλλεύονται, πως κανείς δεν την καταλαβαίνει, και πως ο πατέρας του σπιτιού, απέχει από το να τη στηρίζει και να την καταλαβαίνει. Παραπονιέται πως γίνεται θυσία για όλα τα μέλη της οικογένειας και πως κανείς δεν την βοηθά. Την ίδια όμως στιγμή, δεν αφήνει κανέναν επί της ουσίας να τη βοηθήσει. Προλαβαίνει όλες τις δουλειές και ζει διαρκώς παρατηρώντας πόσο όλα τα κάνει μόνη της. Ακόμη κι αν αυτό είναι ο βασικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί μέσα στο σύστημα. Να τα κάνει όλα μόνη της κατ’ επιλογή ουσιαστικά, για να έχει στη συνέχεια το περιθώριο να κάνει αυτό που έχει ασυνείδητα ανάγκη να κάνει. Να διαμαρτύρεται δηλαδή πως κανείς δεν τη βοηθά και δεν την καταλαβαίνει. Αυτή η μητέρα, ενώ φαινομενικά γίνεται θυσία για τους άλλους, εν τούτοις, ασκεί μια διαρκή πίεση στο σύστημα να αποδεχτεί το ρόλο της ως θύμα και ταυτόχρονα τα υπόλοιπα μέλη του συστήματος, παίρνουν το ρόλο του θύτη.
Η γυναίκα της περίπτωσής μας, η κόρη δηλαδή αυτής της μητέρας, βιώνοντας την πίεση και την επιθετικότητα της μητέρας, ασυνείδητα ζει την υποχρέωση να ταυτιστεί μαζί της για λόγους που δεν είναι της στιγμής να αναλύσουμε. Αυτή η γυναίκα λοιπόν, μεγαλώνει με μια ισχυρή πεποίθηση, μέσα από αυτή την ταύτιση με τη μητέρα της. Μια πεποίθηση, η οποία έχει εγγραφεί στο ασυνείδητό της, την κουβαλά, χωρίς καν να καταλαβαίνει ότι το κάνει. Αυτή η ενήλικη πια γυναίκα, αρχίζει και σχετίζεται με ανθρώπους ,και στις σχέσεις της, η βαθύτερη αυτή πυρηνική πεποίθηση, έχει δεσπόζουσα θέση στον τρόπο που διαντιδρά. Έχει πάρει λοιπόν, την ιστορία της μητέρας της, και την έχει κάνει δική της, χωρίς καν να το γνωρίζει. Συνεχίζει τη ζωή της, δρώντας με τρόπο που μπορεί να τη δυσφορεί αλλά συνεχίζει να το κάνει. Δεν καταλαβαίνει καν τι είναι αυτό που συμβαίνει. Παρατηρεί, αντιγράφει και τελικά βιώνει και η ίδια μέσα στις σχέσεις της, τον εαυτό της ως θύμα που πρέπει να έχει ένα θύτη για να συνεχίσει να λειτουργεί σε ένα περιβάλλον που η ίδια αναπαρήγαγε χωρίς να το έχει αντιληφθεί.
Και μέσα από το δικό της ρόλο, πιέζει ασυνείδητα για να πάρει και ο σύντροφός της το ρόλο που του αναλογεί. Ο τελευταίος, ή θα προσαρμοστεί και θα αποδεχτεί το ρόλο του, αν τον έχει ήδη μέσα του, ή θα δυσφορήσει και θα απομακρυνθεί. Σε κάθε περίπτωση, η αίσθηση του θύματος θα έχει πραγματωθεί μέσα σε αυτή τη γυναίκα που κουβαλά μια ξένη ιστορία μέσα της. Και βέβαια, η ανάγκη να αναπαράγει το ρόλο της, την επικεντρώνει σε αυτό το στόχο και χάνει κάθε δυνατότητα να καταλάβει τι συμβαίνει εντός της, με αποτέλεσμα όλες οι σχέσεις της να είναι παρόμοιες και τελικά οδηγείται στο να αναπαράγει το ίδιο έργο διαρκώς στην πορεία της ζωής της. Αυτή η γυναίκα, μπορεί να νιώθει και να λειτουργεί ως θύμα, αλλά εν τω βάθει για το περιβάλλον της, επί της ουσίας αποτελεί τον πραγματικό θύτη. Η δεύτερη περίπτωση, η γυναίκα δηλαδή που νιώθει θύμα και λειτουργεί μέσα από την αυτοενοχική διαδικασία, έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον, όπου η μητέρα της λειτουργεί αμιγώς παθητικά-και όχι παθητικοεπιθετικά όπως στην προηγούμενη περίπτωση-.
Η μητέρα αυτή, δέχεται αδιαμαρτύρητα κάθε επιλογή του συντρόφου της, δε διεκδικεί τίποτε, δε ζητά τίποτε, απλά συνεχίζει να υπάρχει μέσα από την παραδοχή ότι της αρκεί να είναι εκεί, να φροντίζει πείθοντας τον εαυτό της και τους άλλους, ότι οι δικές της ανάγκες δεν υφίστανται. Η γυναίκα αυτής της περίπτωσης, η κόρη δηλαδή αυτής της μητέρας, έχοντας μεγαλώσει θα αρχίσει να σχετίζεται με παρόμοιο τρόπο. Λειτουργώντας δηλαδή αυτοενοχικά και αποδεχόμενη ότι της δίνουν. Και θα συνεχίσει να το βιώνει αυτό ως επαρκές.
Γιατί στο βάθος, αυτό που πραγματικά βιώνει ως πυρηνική πεποίθηση, είναι πως δεν αξίζει τίποτε, και πως ακόμη και το λίγο πρέπει να της είναι αρκετό. Αυτή η γυναίκα λειτουργεί ως θύμα. Και βέβαια το ρόλο αυτό, το ρόλο του πραγματικού θύματος, τον διεκδικεί και η γυναίκα της πρώτης περίπτωσης. Δεν είναι ευδιάκριτα πολλές φορές τα πράγματα. Αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως έχοντας συνέχεια την προσοχή μας στραμμένη στο τι γίνεται γύρω μας και όχι στο τι γίνεται μέσα μας, ποτέ δε θα ανακαλύψουμε τη δική μας αλήθεια. Και στις δυο περιπτώσεις που ανέφερα παραπάνω. και οι δυο γυναίκες, κουβαλούν μια πραγματικότητα, έτσι όπως τη βίωσαν την κρίσιμη στιγμή που αποκτούσαν την αίσθηση της πραγματικότητας και αυτό το κουβαλούν εις το διηνεκές. Και τελικά ζουν τη ζωή τους, όχι όπως θα ήθελαν, αλλά όπως την έμαθαν. Και σε όλα τα παραπάνω, ξαναγυρνάμε στο παρελθόν και προσπαθούμε να καταλάβουμε, όλα εκείνα τα επίκτητα χαρακτηριστικά μας, που μας οδηγούν σε μια ζωή ξένη προς τη δική μας αλήθεια .Όπως χαρακτηριστική αναφέρεται στην ανθρωπογνωσία του Άντλερ….. « οι γονείς ‐ παιδαγωγοί πρέπει να είναι σε θέση να αναστείλουν την ίδια τη δική τους επιθυμία για εξουσία τόσο που να μη γίνεται πια βάρος και πίεση για το παιδί.
Εάν επιπλέον διαθέτουν πλήρη κατανόηση για την ανάπτυξη του παιδιού, τότε μπορούν επίσης να αποφύγουν τον εκφυλισμό του θάρρους σε αυθάδεια και της ανεξαρτησίας σε ωμό εγωισμό. Ομοίως μπορούν να αποφύγουν την προσαρμογή σε μια δουλική υποταγή, σα συνέπεια της αυταρχικής συμπεριφοράς, καθώς και τον κίνδυνο να κλειστεί το παιδί στον εαυτό του, να αποφεύγει την αλήθεια γιατί θα φοβάται τις συνέπειες της ειλικρίνειας. Η πίεση η οποία συχνά χρησιμοποιείται στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, είναι ένα επικίνδυνο μέσο γιατί πιο πολύ παράγει μια λαθεμένη προσαρμογή. Η υπακοή που δημιουργείται μ’ αυτό τον τρόπο είναι φαινομενική. Το να συμπεριφέρεται κανείς και να νιώθει ως θύμα μέσα του σε μια σχέση, είναι σαν την αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πετυχαίνει δηλαδή αυτό που ασυνείδητα επιδιώκει.
Είναι σα να κουβαλά κανείς ένα ποτήρι γεμάτο με νερό. Φοβάται μήπως το νερό χυθεί, από το φόβο τρέμει το χέρι του και το νερό τελικά χύνεται. Όταν λοιπόν συμπεριφέρεται ως θύμα, και μέσα από αυτό το συναίσθημα αδικίας που αισθάνεται, η συμπεριφορά του επαναδιαμορφώνεται ανάλογα, με αποτέλεσμα να εισπράττει αρνητικότητα από το σύντροφο και πιθανώς και μια απομάκρυνση από μέρους του.
Και έτσι η αίσθηση του θύματος επιβεβαιώνεται από την απόρριψη, που όμως ασυνείδητα επιζήτησε.