H πρώτη αρχή της αυτοάμυνας
Η πρώτη αρχή της αυτοάμυνας είναι το να κάνεις τα πάντα για να μη βρεθείς στην κατάσταση να πρέπει να προστατεύσεις τον εαυτό σου από μία απειλή. Κοινώς, η πρόληψη, η εγρήγορση και η αποφυγή, ακόμα και με τη φυγή, εφ’ όσον υπάρχει η δυνατότητα. Η μάχη, που είναι η τελευταία και χειρότερη επιλογή, προκύπτει όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα φυγής ή κρίνεται πως είναι αναγκαίο να προστατευθεί ένα αγαπημένο πρόσωπο, το σπίτι μας και η οικογένειά μας. Συχνά όμως στο υποψήφιο θύμα δεν δίνεται η δυνατότητα ή ο χρόνος να κάνει επιλογή.
Το πού, πότε και πώς θα προκύψει η ανάγκη αυτοάμυνας σχεδόν πάντα το αποφασίζει ο έχων την πρωτοβουλία, δηλαδή αυτός που απειλεί/επιτίθεται. Κατά πάσα βεβαιότητα, θα δράσει όταν πιστεύει ότι οι συνθήκες και το ισοζύγιο δύναμης είναι με το μέρος του. Η σύγκρουση είναι εξ αρχής σχεδιασμένη για να μην είναι δίκαιη.
Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες βίας: η κοινωνική (social violence) και η εγκληματική (asocial violence), που η κάθε μία έχει διαφορετικούς κανόνες και σκοπούς. Η κοινωνική βία συμβαίνει συνήθως με κίνητρο την ιεραρχία μεταξύ των νεαρών αρσενικών (από καβγάδες στα φανάρια μέχρι συμπλοκές οπαδών ομάδων) και συχνά λειτουργεί με όρους υπεράσπισης ενός θηλυκού, μιας περιοχής ή της «ομάδας-αγέλης», ενώ η εγκληματική έχει κίνητρο είτε το κέρδος είτε την ικανοποίηση μίας ανεξέλεγκτης επιθυμίας (βιασμός, serial killing κ.λπ.). Ξεχωριστή κατηγορία είναι τα ιδεολογικά εγκλήματα (τρομοκρατία, ρατσιστικά εγκλήματα κ.λπ.). Τόσο η κοινωνική βία όσο και η εγκληματική μπορούν, σε ένα λογικό βαθμό, να αποφευχθούν αν η πρόληψη, η εγρήγορση και η αποφυγή λειτουργούν σωστά. Η ιδεολογική βία είναι σχεδόν αδύνατο να προβλεφθεί και να αποφευχθεί γιατί λειτουργεί με σχετικά «παράλογους» όρους, όμως είναι και εξαιρετικά σπάνια.
Η κοινωνική και η εγκληματική βία, εφ’ όσον γίνουν αντιληπτές ως απειλή, πρέπει να αντιμετωπίζονται με τους ακριβώς αντίθετους τρόπους: η κοινωνική με το χαμηλό προφίλ, τον κατευνασμό και την υποχώρηση (δήλωση υποταγής), η εγκληματική με την επίδειξη ετοιμότητας και προβολής της εντύπωσης ότι θα είμαστε «δύσκολοι αντίπαλοι», που θα δώσει στους εγκληματίες (οι οποίοι κινούνται με βάση τον οπορτουνισμό και τον ωφελιμισμό, και όχι το συναίσθημα) να καταλάβουν ότι θα πρέπει να δώσουν μάχη και ως εκ τούτου να αναζητήσουν πιο εύκολο στόχο.
H πρόληψη ξεκινά από την αποφυγή τοποθεσιών (και την εγρήγορση εντός αυτών) όπου η απειλή βίας μπορεί να εκδηλωθεί. Και εδώ, η κοινωνική και η εγκληματική βία κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις: για την αποφυγή της κοινωνικής βίας πρέπει να υπάρχει εγρήγορση στα πολυσύχναστα μέρη (κέντρο της πόλης, μπαρ και κλαμπ, πλατείες ή σημεία που συχνάζουν ομάδες νέων ανδρών, γήπεδα κ.λπ.), ενώ για την αποφυγή της εγκληματικής βίας η πρόληψη και η εγρήγορση αφορούν τους απομονωμένους χώρους, τους έρημους δρόμους και τα σκοτεινά σημεία, εκεί δηλαδή που μπορεί να βρεθούμε μόνοι μας και μακριά από κόσμο.
Η λεκτική αποκλιμάκωση (verbal de-escalation) είναι μία ακόμα από τις αρχές (και δεξιότητες) που διδάσκονται στη σύγχρονη αυτοάμυνα και μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο σε ορισμένες καταστάσεις κοινωνικής βίας. Δυστυχώς, δεν έχει εφαρμογή στην εγκληματική βία.
Η νομική άποψη
H αυτοάμυνα προϋποθέτει αμοιβαιότητα και ισορροπία ανάμεσα στην απειλή και στην απάντηση, από νομική άποψη. Αν κάποιος μας πει «μαλάκα» δεν δικαιούμαστε να τον χτυπήσουμε (και πολύ σωστά). Αν μας δώσει ένα χαστούκι δεν δικαιούμαστε να τον πυροβολήσουμε. Αν πειράξει την κοπέλα μας και τον στείλουμε στο νοσοκομείο, το δικαστήριο θα στείλει εμάς στη φυλακή. Το «κλειδί» όμως στις περισσότερες περιπτώσεις συμπλοκής δεν είναι τόσο στο είδος της απάντησης που θα δώσουμε στην απειλή (αυτό το δικαστήριο μπορεί να το ερμηνεύσει σε συνάρτηση με ψυχολογικούς παράγοντες κ.λπ.) αλλά στο να αποδείξουμε πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς και, κυρίως, δεν μπορούσαμε να ΦΥΓΟΥΜΕ από το σημείο. Εκεί στέκονται όλα τα δικαστήρια και με το δίκιο τους, γιατί ένας από τους θεμέλιους λίθους της αυτοάμυνας είναι η επιλογή της αποχώρησης, που πρέπει πάντα να αποτελεί την ΠΡΩΤΗ μας επιλογή. Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι μένουν στο σημείο της απειλής και επιλέγουν τη σύγκρουση για λόγους γοήτρου, κάτι που αποτελεί τη χειρότερη δυνατή (και πιο ανόητη) επιλογή.