F-16 Fighting Falcon – Το μαχόμενο Γεράκι
To F-16 Fighting Falcon (Μαχόμενο Γεράκι) είναι ένα μοντέρνο μαχητικό αεροσκάφος κατασκευασμένο στις ΗΠΑ. Σχεδιασμένο ως ένα ελαφρύ καταδιωκτικό και καταδιωκτικό-βομβαρδιστικό έχει μέχρι στιγμής επιτυχημένο ρόλο στον τομέα του. Οι μεγάλες του δυνατότητες σε ταχύτητα, ευελιξία, ικανότητα στροφής και περιστροφής το κάνουν έναν από τους πιο δύσκολους αντιπάλους στον αέρα. Το F-16 κατασκευάστηκε από την General Dynamics. Το καταδιωκτικό αυτό υπηρετεί σε 24 χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, όπου από το 1988 αποτελεί τον κύριο τύπο καταδιωκτικού αναχαίτισης. Πιθανόν να είναι το πιο διαδεδομένο Δυτικό καταδιωκτικό, αφού έχουν κατασκευαστεί πάνω από 4000 αεροσκάφη.
Αν και αρχικά το F-16 είχε ως αποκλειστικό σκοπό την υπεροχή σε κλειστές αερομαχίες και οπλισμό μόνο τους πυραύλους αέρος-αέρος AIM-9 Sidewinder, κατά τη διάρκεια της θητείας του απέκτησε μια μεγάλη γκάμα αναβαθμίσεων που το κατέστησαν σχεδόν ισάξιο με τον ανταγωνιστή του – το F-15 Eagle. Οι σημερινές εκδόσεις (blocks) F-16 φέρουν μια αξιοθαύμαστη συμβατότητα με σχεδόν όλα τα οπλικά συστήματα του ΝΑΤΟ και ανεπτυγμένες δυνατότητες επιβίωσης σε εχθρικό περιβάλλον.
Το αεροσκάφος
Το F-16 εξελίχθηκε από την αρχική αποστολή του για ένα απλό μαχητικό ημέρας σε ένα αεροσκάφος πολλαπλών ρόλων. Το αεροσκάφος είναι ιδιαίτερα μικρό συγκρινόμενο με τα άλλα μαχητικά ανάλογων δυνατοτήτων, και επιβίωσης. Σε αυτό βοηθάει ο πολύ ευρηματικός σχεδιασμός του σώματος του αεροσκάφους, που “αναμιγνύεται” με τα φτερά, δημιουργώντας έτσι επιπλέον χώρους στη μικρή άτρακτο, για εσωτερικά καύσιμα και συστήματα.
Μια καινοτομία που εισήχθη στο αεροσκάφος είναι ότι είναι αεροδυναμικά ασταθές. Αυτό σημαίνει ότι το κέντρο άντωσης του είναι μπροστά από το κέντρο βάρους του. Υπό κανονικές συνθήκες το αεροσκάφος θα έπρεπε να βρίσκεται συνεχώς εκτός οποιουδήποτε ελέγχου από τον πιλότο. Οι μηχανικοί της General Dynamics έδωσαν λύση εισάγοντας για πρώτη φορά σε καταδιωκτικό ένα ηλεκτρονικό σύστημα πτήσης (fly by wire), το οποίο αισθάνεται την αστάθεια του αεροσκάφους και την διορθώνει αυτόματα και στιγμιαία με μικρές κινήσεις των επιφανειών ελέγχου, χωρίς να γίνει αισθητή από τον πιλότο. Οι αεροδυναμιστές υποστηρίζουν ότι το αεροδυναμικά ασταθές αεροσκάφος είναι πιο ευέλικτο από ένα αεροδυναμικά σταθερό.
Το σύστημα αυτό επέτρεψε ορισμένες πολύ σημαντικές αλλαγές στον θάλαμο χειρισμού. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα μαχητικά, το F-16 χρησιμοποιεί ένα μικρό χειριστήριο στο δεξί χέρι του πιλότου αντί για μια κεντρική κολώνα χειρισμού. Αυτό επέτρεψε στην εταιρία να τοποθετήσει υποστήριξη στο χέρι του πιλότου ώστε αυτό να είναι πιο ξεκούραστο και να αντέχει τις μεγαλύτερες καταπονήσεις στις δυνάμεις g. Το χειριστήριο δεν κινείται παρά μόνο μισό εκατοστό από την μηδενική θέση, σε αντίθεση με τις αρκετά μεγαλύτερες κινήσεις που απαιτούνται στην κεντρική κολώνα χειρισμού. Λειτουργεί ως αισθητήρας δύναμης, αισθάνεται δηλαδή την δύναμη που του ασκεί ο χειριστής και ανάλογα μεταφέρει τις εντολές στο ηλεκτρονικό σύστημα πτήσης. Στα αρχικά σχέδια της εταιρίας ήταν το χειριστήριο να μην κινείται καθόλου, αλλά αυτό αποδείχθηκε ιδιαίτερα μη αρεστό στους πιλότους δοκιμών κι έτσι επετράπη μια στοιχειώδης κίνηση (0.635 εκατοστά).
Το ίδιο το χειριστήριο και η μανέτα του κινητήρα αποτελούν τμήματα μιας γενικότερης φιλοσοφίας και κατασκευής του πιλοτηρίου, που ονομάζεται HOTAS (Hands On Throttle And Stick – Χέρια Στη Μανέτα και το Χειριστήριο). Σε αυτήν την φιλοσοφία, ο πιλότος δεν χρειάζεται να αφήσει τη μανέτα ή το χειριστήριο για τις πιο άμεσες λειτουργίες πτήσης και μάχης καθώς όλοι οι διακόπτες και τα κουμπιά που χρειάζεται βρίσκονται πάνω σε αυτά. Το σύστημα αυτό έχει περάσει και σε πολλά πιο σύγχρονα μαχητικά πλέον, δείγμα της επιτυχίας που είχε με την κοινότητα των ιπτάμενων.
Το F-16 εξαρχής είχε σχεδιαστεί για να είναι φτηνό. Στην πορεία, πολλά στοιχεία μετατράπηκαν από το αρχικό αεροσκάφος για περαιτέρω μείωση του κόστους ώστε το πρόγραμμα να επιβιώσει έναντι του F-15 Eagle (που ήταν πιο αγαπητό στις τάξεις της USAF). Έτσι, το αεροσκάφος χρησιμοποιεί σταθερή εισαγωγή αέρα, πράγμα που περιορίζει τις επιδόσεις του – σε σύγκριση με άλλα μαχητικά – στις υπερηχητικές ταχύτητες. Χρησιμοποιεί επίσης και μικρότερης δυνατότητας ραντάρ καθώς ο σχεδιασμός θα έπρεπε να αλλάξει ριζικά για μεγαλύτερα μοντέλα. Οι τελευταίες εκδόσεις του τύπου (E/F blk60, F-16V κ.α.) φέρουν παρόλα αυτά ραντάρ τύπου AESA, τα οποία θεωρούνται κορυφαίων επιδόσεων.
Το αεροσκάφος έχει δυνατότητες στροφών 9g, που σημαίνει ότι η ακτίνα μιας στροφής 360 μοιρών στην ιδανική ταχύτητα είναι μόλις 470 μέτρα. Έχει μια εξαιρετική αναλογία ώσης/βάρους, που το καθιστά εξαιρετικά δύσκολο αντίπαλο σε κλειστές αερομαχίες, αλλά και μια αναλογία ανεμοπλοϊας 1:1 που το καθιστά ιδιαίτερα ασφαλές σε περίπτωση βλάβης στον κινητήρα.
Αν και ο τύπος έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα από τους χειριστές του και από την στρατιωτική κοινότητα, ορισμένα στοιχεία του είναι εγγενώς υποδεέστερα άλλων μαχητικών όπως του F-15. Εκτός από τον προαναφερθέντα περιορισμό του ραντάρ, το αεροσκάφος έχει μικρότερη ακτίνα δράσης από πολλούς ανταγωνιστές του ενώ είναι πιο ευάλωτο στις αερομαχίες εκτός οπτικής επαφής λόγω του υποδεέστερου ηλεκτρονικού εξοπλισμού που φέρει. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ένα F-16 έχει ένα πολύ δύσκολο έργο ενάντια ενός F-15 π.χ. σε τέτοιου τύπου αερομαχία. Τέλος, ο σχεδιασμός μονού κινητήρα το καθιστά για διάφορους λόγους λιγότερο ασφαλές από άλλα, δικινητήρια αεροσκάφη.
F-16 Fighting Falcon της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας
Η Πολεμική Αεροπορία διαθέτει 154 F-16 συνολικά από 4 ξεχωριστές παραγγελίες: 32 (από 40) F-16C/D Block 30, 37 (από 40, καθώς 1 F-16 Blk 50 εκσυγχρονίστηκε σε F-16 Block 50+ Adv.) F-16C/D Block 50, 54 (από 60) F-16C/D Block 52+ και 30 F-16C/D Block 52+ Advanced (ή αλλιώς F-16 Block 52M).
Το Νοέμβριο του 1984, η Eλληνική κυβέρνηση εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για την απόκτηση 40 αεροσκαφών F-16 προς αντικατάσταση των F-5. Η επίσημη συμφωνία αγοράς των αεροσκαφών υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1987 και το πρόγραμμα ονομάστηκε Peace Xenia I, ενώ ο κινητήρας που επιλέχθηκε ήταν ο General Electric F110-GE 100. Η πρώτη ομάδα F-16C/D Block 30 παραδόθηκε μεταξύ Νοεμβρίου 1988 και Οκτωβρίου 1989 στην Ελλάδα. Το 1997 παραδόθηκαν και αεροσκάφη τύπου Βlock 50 με το πρόγραμμα Peace Xenia II που υπογράφηκε τον Απρίλιο του 1993 και κινητήρα τον General Electric F110-GE-129. 40 αεροσκάφη παραδόθηκαν, πολλά από τα οποία ήταν ειδικά τροποποιημένα για τις ανάγκες της ΠΑ. Το 2000, παραγγέλθηκαν με το πρόγραμμα Peace Xenia III άλλα 50 (+10) Block 52+, η παράδοση των οποίων τελείωσε το 2004. Τέλος, με μια απόφαση που προκάλεσε πολλές διαμαρτυρίες, το 2005 η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε την αγορά άλλων 30 F-16 Βlock52+ Adv. διατηρώντας την επιλογή για άλλα 10 η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Οι παραδώσεις ξεκίνησαν στα μέσα 2009 και τελείωσαν στις αρχές του 2010. Τα Block 52+ Adv ανήκουν στη 335 Μοίρα και 336 Μοίρα (στον Άραξο). Σε αυτήν την 20ετία, τα ελληνικά F-16 έχουν περάσει από διάφορες αναβαθμίσεις, όπως το Falcon Up, στην ΕΑΒ.[5] Οι διαφορές των προγραμμάτων Peace Xenia III & IV είναι και στον κινητήρα, όπου χρησιμοποιείται ο Pratt & Whitney F-100-PW-229, εξ’ ου και ο χαρακτηρισμός τους ως Block 52 (το 2 αντικατοπτρίζει τον εναλλακτικό κινητήρα έναντι του General Electric).
Το F-16 στην Πολεμική Αεροπορία χρησιμοποιείται για ρόλους βομβαρδισμού και αεράμυνας. Όντας πιθανώς το πιο γνωστό μαχητικό στο ελληνικό κοινό, το F-16 βρίσκεται συχνά εμπλεκόμενο σε επεισόδια στο Αιγαίο με την Τουρκική Πολεμική Αεροπορία.
Τα F-16 της ΠΑ χρησιμοποιούνται συχνά σε διάφορες ασκήσεις του ΝΑΤΟ, και ελληνικές και φέρουν ιδιαίτερη παραλλαγή, ειδικά σχεδιασμένη για το περιβάλλον του Αιγαίου (Aegean Ghost). Είναι ίσως το πιο γνωστό στο ελληνικό κοινό μαχητικό που χρησιμοποιεί αυτή τη στιγμή η Πολεμική Αεροπορία.
Τα ελληνικά F-16 διαφέρουν σε ορισμένα στοιχεία τους από τα F-16 άλλων χωρών. Εκτός από την προαναφερθείσα παραλλαγή, τα Block 30/50 φέρουν το ειδικά σχεδιασμένο σύστημα ηλεκτρονικής προστασίας ASPIS (Advanced Self Protection Integrated Suite) αλλά και προβολέα αναζήτησης. Τα Block 52+/Adv φέρουν το σύστημα ηλεκτρονικής προστασίας ASPIS II, καθώς και σύμμορφες δεξαμενές καυσίμου (Conformal Fuel Tanks,CFT’s), που επιτρέπουν επιπλέον ακτίνα δράσης στα αεροσκάφη αυτά χωρίς να τα επηρεάζουν αεροδυναμικά. Επίσης, χρησιμοποιούν το σκοπευτικό επί κάσκας JHMCS καθώς και το βλήμα Α-Α AIM-2000 IRIS-T.