Συμμορίες Ανηλίκων: Μία αδήριτη κοινωνική πραγματικότητα
Τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας την τελευταία δεκαετία έχουν επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό. Δύο εκ των σημαντικότερων παραγόντων που συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας νέας εντελώς και διαφορετικής κοινωνικής πραγματικότητας σε μία κατά βάση ελληνική παραδοσιακή κοινωνία, είναι οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με την κρίση του μεταναστευτικού – προσφυγικού ζητήματος. Και οι δύο κρίσεις επέδρασαν καταλυτικά στην κοινωνικό ιστό της χώρας.
Οι συνέπειες τους δεν είναι μόνο οικονομικές αλλά και ηθικές επηρεάζοντας με αλυσιδωτές αντιδράσεις όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, ενώ, παράλληλα, συνέβαλαν και στην έξαρση φαινομένων παραβατικότητας και δη νεανικής παραβατικότητας, όπως καταδεικνύουν τα τελευταία κρούσματα βίας από συμμορίες ανηλίκων, πρωτόγνωρες για τα ελληνικά κοινωνικά δεδομένα.
Οι συμμορίες ανηλίκων αποτελούν ένα διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο που δυστυχώς μαστίζει όλες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια λαμβάνει συνεχώς μεγαλύτερες διαστάσεις κυρίως λόγω των συνεπειών της διεύρυνσης του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, αλλά και των συνεπειών που απορρέουν από τις διευρυνόμενες κοινωνικές διακρίσεις τις οποίες βιώνουν με τραγικό τρόπο τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Βεβαίως, το φαινόμενο των ανηλίκων συμμοριών στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη προσλάβει τις τεράστιες διαστάσεις που αντιμετωπίζουν άλλες δυτικές χώρες. Ωστόσο, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η διάρκεια των συνεπειών της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με την υφέρπουσα κρίση αξιών και την πολυπολιτισμικότητα των μεγάλων αστικών κέντρων, απόρροια της μακροχρόνιας έξαρσης του μεταναστευτικού-προσφυγικού ζητήματος, θα επηρεάσουν δραστικά την εξέλιξη του φαινομένου στο απώτερο μέλλον.
Οι επιστημονικές έρευνες συγκλίνουν στο γεγονός ότι οι παράγοντες που ωθούν τους νέους να συμμετέχουν σε ομάδες που ρέπουν στη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων παραμένουν διαχρονικοί. Η ανεργία, η κοινωνική απομόνωση, η περιθωριοποίηση, η παραμέληση γονικής εποπτείας, τα οικογενειακά προβλήματα, οι προσωπικές απογοητεύσεις, οι σχολικές αποτυχίες, αλλά και η έλλειψη οικογενειακών προτύπων και επικοινωνίας, συνεχίζουν να αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες νεανικής παραβατικότητας.
Στην εποχή μας, ωστόσο, έχει προστεθεί ένας ακόμη ιδιαιτέρως κρίσιμος και ιδιάζουσας σημασίας παράγοντας που αφορά τις νέες τεχνολογίες. Παρέχοντας αμεσότητα πρόσβασης και απεριόριστες δυνατότητες επικοινωνίας στους νέους, καθιστούν την ένταξη τους σε συμμορίες πολύ περισσότερο εύκολη στις μέρες μας απ’ ότι στο παρελθόν. Επιπροσθέτως, οι αναρίθμητες ηλεκτρονικές εφαρμογές επικοινωνίας διευρύνουν το αποκαλούμενο χάσμα γενεών μεταξύ γονέων και παιδιών, δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός γονιών αδυνατούν να τις χειριστούν, πολύ δε περισσότερο να παρακολουθήσουν τις επικοινωνίες των παιδιών τους και να προλάβουν έκνομες συμπεριφορές.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα των ανηλίκων συμμοριών στην Ελλάδα αποκτά ολοένα και περισσότερο ανησυχητικές διαστάσεις και η αντιμετώπιση του από νομικής πλευράς και μόνο δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική. Η μονοδιάστατη κατασταλτική αντιμετώπιση του ζητήματος δεν έχει αποφέρει θετικά αποτελέσματα σε καμία ευρωπαϊκή χώρα. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση του φαινομένου μετατοπίζεται στον τομέα της πρόληψης, όπου οικογένεια και σχολείο είναι οι δύο σπουδαιότεροι θεσμοί που μπορούν να διαδραματίσουν ένα εξέχοντα προληπτικό ρόλο, σε συνδυασμό με τις κρατικές υπηρεσίες πρόνοιας και την ψυχολογική υποστήριξη των αρμόδιων κοινωνικών φορέων.
Είναι πλέον αδήριτη η ανάγκη της εισαγωγής σύγχρονων εκπαιδευτικών προγραμμάτων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με ειδικές θεματικές ενότητες για την νεανική παραβατικότητα, οι οποίες δεν θα εξαντλούνται σε μορφή ωριαίων διαλέξεων, αλλά θα καλύπτουν επαρκώς ένα ευρύ φάσμα παραβατικών συμπεριφορών σε συνδυασμό με τις κοινωνικές και νομικές συνέπειες τους, προκειμένου να ενημερώσουν και να ευαισθητοποιήσουν τη μαθητική κοινότητα.
Παράλληλα, η οικογένεια μπορεί να αποτελέσει τον πρώτο αποτελεσματικά μοχλό πρόληψης της νεανικής παραβατικότητας μέσα από ενημερωτικές δράσεις που μπορούν να χρηματοδοτηθούν και να προγραμματισθούν κεντρικά από τους αρμόδιους φορείς της ελληνικής πολιτείας και να υλοποιηθούν σε συνεργασία με τις περιφερειακές και δημοτικές αρχές, όπως για παράδειγμα τα τοπικά συμβούλια πρόληψης εγκληματικότητας, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αν και αποτελούν θεσμό της ελληνικής πολιτείας εδώ και πολλά χρόνια, συνεχίζουν να υπολειτουργούν.
Ας έχουμε, εν τέλει, υπόψη ότι η διεθνής εμπειρία καταδεικνύει ότι τα μέλη των ανηλίκων συμμοριών του σήμερα, είναι δυνητικά μέλη των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων του αύριο. Και τούτο διότι οι συμμορίες ανηλίκων εντάσσονται στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες που αποτελούν τη δεξαμενή άντλησης νέων μελών του οργανωμένου εγκλήματος σε όλες τις εκφάνσεις του.
* Ο κύριος Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε επί σειρά ετών στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol, στη Χάγη και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Γραφείων Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας, καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας, του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων και ερευνητής του Ελληνικού Ινστιτούτου για τα Ηνωμένα Έθνη.