Το σχέδιο για υπεροπλία στο Αιγαίο – Τι αναφέρει η επιστολή που θα στείλει η Αθήνα στην Ουάσιγκτον
Στις 27 Οκτωβρίου η Τουρκία ανακοίνωσε τη συμφωνία με τη Βρετανία για την προμήθεια 20 ολοκαίνουργιων μαχητικών Eurofighter στην έκδοση Tranche 5, έναντι 10,3 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει ήδη έτοιμη την απάντησή της.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Realnews, την προηγούμενη εβδομάδα στάλθηκε υπογεγραμμένη από τον Αρχηγό ΓΕΑ, αντιπτέραρχο Δημοσθένη Γρηγοριάδη η LOR for LOA (Letter of Request for Letter of Agreement – Επιστολή Ενδιαφέροντος για Επιστολή Συμφωνίας) για την αναβάθμιση επιπλέον 38 F-16 block 50 της Πολεμικής Αεροπορίας στην έκδοση block 70-Viper. Η LOR πέρασε και από το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων και πλέον, μετά τις υπογραφές από τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, στρατηγό Δημήτριο Χούπη, και την έγκριση από τον υπουργό Εθνικής Αμυνας, Νίκο Δένδια, θα παραληφθεί το προσεχές χρονικό διάστημα από το αρμόδιο τμήμα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο θα εισηγηθεί εν συνεχεία προς το Κογκρέσο, ώστε να αποσταλεί η LOA. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν στην «R» ότι το κόστος αναβάθμισης των 38 F-16 θα είναι πολύ φθηνότερο απ’ ό,τι αρχικά υπολογιζόταν. Και αυτό διότι επήλθε συμφωνία με τους Αμερικανούς ώστε να αγοράσουν τα απάρτια που προέκυψαν και προκύπτουν από την ήδη συμφωνημένη αναβάθμιση των πρώτων 82 F-16 Block 52+ και 52+ adv.

Η Ελλάδα, μέσω της ΕΑΒ, είναι συμπαραγωγός κατά 33% της ατράκτου των μαχητικών που αναβαθμίζονται. Συνεπώς, με την αγορά όλων των συστημάτων που απαιτούνται για τις αναβαθμίσεις από την αμερικανική κατασκευάστρια εταιρεία, υπάρχει μεγάλη εξοικονόμηση και δημιουργείται το δημοσιονομικό περιθώριο που χρειάζεται για να προχωρήσουν οι εργασίες.
Στόχος είναι έως το 2030, όταν η Τουρκία θα παραλάβει τα πρώτα Eurofighter Typhoon Tranche 5 από τη Βρετανία, η Ελλάδα να μπορεί να παρατάξει έναν συμπαγή στόλο από 120 F16 Viper. Εκτός απροόπτου η επιστολή συμφωνίας (LOA) θα φτάσει μέσα στους επόμενους έξι μήνες και μέχρι το τέλος του 2026 αναμένεται να έχει επικυρωθεί η συμφωνία με τις ΗΠΑ. Οπως τα υπόλοιπα F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας, έτσι και τα επιπλέον 38 αναμένεται να αναβαθμιστούν στην ΕΑΒ.
Ο στόχος είναι το πρόγραμμα να ξεκινήσει στις αρχές του 2027 με την αναβάθμιση για το πρώτο μαχητικό να ξεκινά άμεσα, ώστε να πετάξει εν συνεχεία για τις ΗΠΑ για τις απαραίτητες πιστοποιήσεις. Επειτα, το πρώτο αναβαθμισμένο μαχητικό θα επιστρέψει και πάλι στην ΕΑΒ όπου θα αρχίσει η διαδικασία αναβάθμισης για τα υπόλοιπα 37. Κύριο μέλημα είναι να συνεχιστεί η υπάρχουσα γραμμή αναβάθμισης για την ολοκλήρωση του έργου που αφορά τα 82 F-16 στα τέλη του 2027.
Τεχνολογία 5ης γενιάς
Τα Viper έχουν χαρακτηριστεί και ως «mini F-35», μιας και ενσωματώνουν τεχνολογίες 5ης γενιάς σε ένα δοκιμασμένο πλαίσιο, κυρίως λόγω του ραντάρ AESA και των αναβαθμισμένων ηλεκτρονικών. Διαθέτουν το προηγμένο ραντάρ APG-83 SABR (Scalable Agile Beam Radar), το οποίο παρέχει ανώτερη επίγνωση τακτικής κατάστασης (Situational Awareness), μεγαλύτερη εμβέλεια εντοπισμού, ταχύτερη στόχευση σε όλες τις καιρικές συνθήκες και τη δυνατότητα ταυτόχρονης παρακολούθησης και εμπλοκής πολλαπλών στόχων (αέρος-αέρος και αέροςεδάφους). Επίσης, έχει χαμηλότερο ηλεκτρομαγνητικό ίχνος, δηλαδή μικρότερη πιθανότητα εντοπισμού από τον αντίπαλο. Είναι εξοπλισμένα με μεγάλη κεντρική οθόνη (CPD – Center Pedestal Display) υψηλής ανάλυσης, η οποία επιτρέπει στους πιλότους να εκμεταλλεύονται πλήρως τα δεδομένα του ραντάρ AESA και του σκοπευτικού ατρακτιδίου (Targeting Pod), με σύστημα αυτόματης αποφυγής σύγκρουσης εδάφους (Auto GCAS), το οποίο σώζει ζωές πιλότων και με αναβαθμισμένους υπολογιστές αποστολής με ψηφιακό σύστημα ελέγχου πτήσης. Η δομική διάρκεια ζωής του αεροσκάφους επεκτείνεται στις 12.000 ώρες πτήσης.
Δύο μοίρες F-35
Παράλληλα, σύμφωνα με τις πληροφορίες της «R», έχει αρχίσει να ωριμάζει η πρόθεση έγκαιρης ενεργοποίησης της προαίρεσης απόκτησης επιπλέον 20 μαχητικών F-35. Ηδη, οι ΗΠΑ έχουν εγκρίνει την πώληση 20+20 μαχητικών F-35 στην Ελλάδα με την τιμή να είναι «κλειδωμένη». Αυτό συμφωνήθηκε το 2024 και έτσι η Αθήνα μπορεί έως το 2030 να ενεργοποιήσει όποτε θέλει την απόφαση. Κάτι που προτίθεται να κάνει ώστε το 2032, που ολοκληρώνεται η φάση παραλαβής της πρώτης μοίρας των μαχητικών 5ης γενιάς, να συνεχίσει τα επόμενα χρόνια η ροή, για να έχουν ολοκληρωθεί δύο μοίρες μέχρι το 2035 ή το 2036.
Στόχος είναι η Ελλάδα την επόμενη δεκαετία να είναι η μοναδική χώρα της περιοχής που θα έχει τη δυνατότητα να παρατάξει δύο πάνοπλες μοίρες μαχητικών 5ης γενιάς, που θα συνεπικουρούνται από έναν συμπαγή στόλο μαχητικών 4,5 γενιάς. Παράλληλα, έχει σταλεί από το ΓΕΑ, με την έγκριση του ΣΑΓΕ, η μελέτη για την ολική αναβάθμιση της 117 Πτέρυγας Μάχης στην Ανδραβίδα, που θα αποτελεί τη βάση των F-35. Μοναδική εκκρεμότητα είναι οι σχετικές υπογραφές για την ανάθεση του έργου στην εταιρεία η οποία θα αναλάβει να κατασκευάσει τον νέο διάδρομο προσγείωσης-απογείωσης και τις νέες εγκαταστάσεις.
Το μεγάλο ερώτημα αυτή τη στιγμή που απασχολεί το επιτελείο της Πολεμικής Αεροπορίας είναι τι θα γίνει με τα Mirage 2000-5, για τα οποία η πρόθεση είναι να πωληθούν, ώστε να χρηματοδοτηθεί μέρος της αγοράς επιπλέον Rafale. Ο απώτερος σχεδιασμός της Π.Α., που είναι για το 2035, περιλαμβάνει τη διάθεση 40 Rafale, 40 F-35 και 120 Viper, ώστε να διατηρηθεί η αεροπορική υπεροχή έναντι της Τουρκίας. Ωστόσο, θα πρέπει να υπολογιστούν σε αυτά και τα 32 F-16 Block 30 που διαθέτει αυτή τη στιγμή η Ελλάδα και για τα οποία σκέφτεται σοβαρά να προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα μίνι αναβάθμισης με απάρτια που προκύπτουν από τα 52+ και 52+ advanced, τα οποία εκσυγχρονίζονται σε Viper.
Αυτή τη στιγμή η Αγκυρα διαθέτει περίπου 236 μη αναβαθμισμένα F-16, τα οποία υστερούν έναντι όλων των ελληνικών μαχητικών επί του πεδίου. Σε κάθε περίπτωση, η ηγεσία της Π.Α. δεν θέλει η Ελλάδα να ξαναβρεθεί στην εφιαλτική θέση του 2018. Τότε η Τουρκία φαινόταν ότι θα αγόραζε 100 F-35 και θα αναβάθμιζε τα F-16 της, ενώ η Π.Α. είχε διαθέσιμα μόλις 2 Mirage, δεν υπήρχε η πρόβλεψη προμήθειας F-35 ή Rafale και το πρόγραμμα αναβάθμισης των F-16 ήταν στον αέρα. Επτά χρόνια μετά, η Τουρκία έχει παραμείνει στον ίδιο αριθμό μαχητικών αεροσκαφών… στα χαρτιά. Τα νεότερα μαχητικά που διαθέτει η Αγκυρα είναι της έκδοσης block 50+.
Διαθέτει άλλες τρεις εκδόσεις, τις block 30, 40 και 50. Ωστόσο, αποτελεί κοινό μυστικό στο ΝΑΤΟ πως ένα σημαντικό μέρος αυτών των αεροσκαφών θεωρείται «γερασμένο» και σε υποδεέστερο επιχειρησιακό επίπεδο σε σύγκριση με τα πιο σύγχρονα μαχητικά (όπως τα ελληνικά Rafale και τα εκσυγχρονισμένα F-16 Viper). Σύμφωνα με πληροφορίες, μόλις 50 από τα τουρκικά F-16 είναι αξιόμαχα. Αυτός είναι και ο λόγος που η Τουρκία εξέφρασε το αίτημα απόκτησης από τις ΗΠΑ 40 νέων F-16 Viper και την προμήθεια κιτ αναβάθμισης για άλλα 80 μαχητικά – ένα πρόγραμμα που έχει «παγώσει».
Το ΚΑΑΝ
Μπροστά στο αεροπορικό αδιέξοδο που βρέθηκε η Τουρκία, η επιλογή των Eurofighter ήταν μάλλον μονόδρομος, αφού και το εγχώριας ανάπτυξης μαχητικό ΚΑΑΝ προχωρά μεν, όμως όχι με τους επιθυμητούς ρυθμούς. Η τουρκική πολεμική αεροπορία καίγεται για αεροσκάφη… χθες! Ετσι, ενώ τρέχει η παραγγελία για τα 20 νέα μαχητικά από τη Βρετανία στην πιο σύγχρονη έκδοση Tranche 5 (σ.σ.: αυτή τη στιγμή παράγεται η Tranche 4) ήρθε σε συμφωνία με Κατάρ και Ομάν για την άμεση παραλαβή 12 μεταχειρισμένων από το απόθεμά τους, έκδοσης Tranche 3.
To κυρίως ζητούμενο είναι να αποκτήσει επιχειρησιακά αεροσκάφη με ραντάρ AESA που θα μπορούν να εκτοξεύουν τους πυραύλους αέρος-αέρος Meteor, εμβέλειας έως 200 χλμ. και τους αέρος-εδάφους Brimstone, που κατασκευάζονται επίσης από την ίδια κοινοπραξία των Meteor. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα μαχητικά, διαθέτει περίπου 50 F-4 Phantom, από τα οποία εκτιμάται ότι το πολύ 20 είναι αξιόμαχα. Η παραλαβή των πρώτων Eurofighter από την Τουρκία θα σημάνει και το επιχειρησιακό τέλος των τουρκικών Phantom, ενώ η έδρα των νέων δικινητήριων μαχητικών προβλέπεται να είναι το Εσκισεχίρ.

Οι… αναταράξεις από την αγορά των Eurofighter
Πώς αντιδρά η ελληνική κυβέρνηση και οι επόμενες κινήσεις της Αθήνας σε διπλωματικό επίπεδο
Η Αθήνα υποδέχθηκε ψύχραιμα την ανακοίνωση της συμφωνίας για την πώληση των 20 μαχητικών Eurofighter στην Τουρκία. Οπως επισημαίνουν κυβερνητικές πηγές, «οι ελληνικοί σχεδιασμοί δεν επηρεάζονται. Κανένα κράτος δεν καθορίζει την αμυντική εξοπλιστική πολιτική του με γνώμονα το τι γίνεται μεταξύ άλλων χωρών». Ο εξοπλισμός της Τουρκίας με τα συγκεκριμένα μαχητικά είναι αποτέλεσμα διμερών συμφωνιών της Αγκυρας με το Λονδίνο και το Βερολίνο, στις οποίες η Αθήνα δεν μπορεί να παρέμβει.
Αυτό που μπορεί να κάνει, όμως, η Αθήνα τόσο προς την κατεύθυνση της Βρετανίας (που είναι σύμμαχος στο ΝΑΤΟ) όσο και της Γερμανίας (που είναι επιπλέον και εταίρος στην Ε.Ε.) είναι να απαιτήσει τα όπλα αυτά να πωληθούν υπό τον όρο να μη χρησιμοποιηθούν εναντίον της χώρας μας. Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι υπάρχουν σαφείς διατυπώσεις αναφορικά με συμμάχους στο ΝΑΤΟ και για τις χώρες της Ε.Ε. να μη χρησιμοποιούνται τα εξοπλιστικά προγράμματα εναντίον χωρών-συμμάχων.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Realnews, αυτή η απαίτηση έχει τεθεί από την Αθήνα προς το Βερολίνο και, σύμφωνα με γερμανικές πηγές, η γερμανική κυβέρνηση έδειξε κατανόηση. Ο όρος έχει τεθεί από το Βερολίνο στην Αγκυρα και η Αθήνα περιμένει να δει αν θα αποτυπώνεται στο κείμενο της συμφωνίας. Το ίδιο έχει ζητηθεί και από τη Βρετανία. Αν και η ενίσχυση της τουρκικής αεροπορίας με σύγχρονα μαχητικά δεν είναι ό,τι καλύτερο για τα ελληνικά συμφέροντα, η Αθήνα δεν ανησυχεί ιδιαίτερα, γιατί αντιλαμβάνεται ότι οι τουρκικοί εξοπλισμοί δεν αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού στον αέρα και δεν απειλούν την ελληνική υπεροπλία. Ανεξάρτητα από αυτό, πάντως, η Ελλάδα σκοπεύει να θίξει ξεκάθαρα το ζήτημα γι’ αυτούς τους εξοπλισμούς τόσο στους Γερμανούς, στην επόμενη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Γερμανό ομόλογό του Γιόχαν Βάντεφουλ, που αναμένεται να γίνει σύντομα, όσο και στους Βρετανούς τη Δευτέρα, στη συνάντηση της υφυπουργού Εξωτερικών Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου με τον υφυπουργό Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής του Ηνωμένου Βασιλείου, Στέφεν Ντότι.
Και οι δύο χώρες γνωρίζουν πολύ καλά την κατάσταση που επικρατεί στο Αιγαίο και είναι απολύτως ενημερωμένες για τις τουρκικές απειλές εναντίον της χώρας μας και γι’ αυτό η ελληνική διπλωματία αντιλαμβάνεται τους εξοπλισμούς αυτούς ως «φάουλ». Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η Ελλάδα διατηρεί το προβάδισμα στους εξοπλισμούς και έπειτα από αυτή την εξέλιξη και είναι αποφασισμένη, σε πείσμα όσων θα ήθελαν οι Γερμανοί αλλά και άλλοι Ευρωπαίοι, να μην επιτρέψει τις χρηματοδοτήσεις της Τουρκίας από το πρόγραμμα SAFE, έχοντας διαμηνύσει δημόσια και προς πάσα κατεύθυνση ότι θα ασκήσει βέτο. Η Αγκυρα προχώρησε σε εκδήλωση ενδιαφέροντος τον Ιούλιο και θα πρέπει να καταθέσει έως τις 30 Νοεμβρίου και επενδυτικά σχέδια που θα αξιολογηθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο. Αυτό αναμένεται να είναι ένα δύσκολο διάστημα για την Ελλάδα, όχι μόνο λόγω των πιέσεων των εταίρων να άρει το βέτο, αλλά και επειδή η Τουρκία δεν κρύβει την ενόχλησή της, την οποία πιθανόν να μεταφέρει και στο πεδίο. Η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να μην κάνει πίσω χωρίς ανταλλάγματα, τα οποία μάλιστα έχει προσδιορίσει: την άρση του casus belli και την απόσυρση της θεωρίας περί «γκρίζων ζωνών».
Τα Eurofighter και οι νέες συμμαχίες
Το παρασκήνιο των διαδοχικών επισκέψεων του Βρετανού πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ και του Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς στην Τουρκία
Μέσα σε λίγες ημέρες, η Αγκυρα υποδέχθηκε δύο κορυφαίους Ευρωπαίους ηγέτες, τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ στις 27 Οκτωβρίου και τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς στις 30 του ίδιου μήνα, σε μια διπλωματική ακολουθία που έδωσε την αίσθηση ενός «γεωπολιτικού ξεπαγώματος». Επειτα από χρόνια ψυχρότητας, Ευρώπη και Τουρκία επιχειρούν έναν νέο ορισμό της σχέσης τους: όχι πλέον γύρω από τη δημοκρατία ή τη μετανάστευση, αλλά γύρω από την άμυνα και την ασφάλεια.
Η αγορά από την Τουρκία 20 μαχητικών Eurofighter Typhoon -ύψους 5,4 δισ. λιρώναποτέλεσε το εμβληματικό γεγονός αυτής της νέας προσέγγισης. Οπως παρατήρησαν Τούρκοι αναλυτές, οι επισκέψεις Στάρμερ και Μερτς «επανατοποθετούν την Τουρκία στον πυρήνα της ευρωπαϊκής αμυντικής αρχιτεκτονικής». Για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν μια ευκαιρία να δείξει ότι η Τουρκία δεν είναι πια ο «προβληματικός γείτονας», αλλά ένας αναντικατάστατος σύμμαχος και μια «ισχυρή χώρα παγκόσμιου βεληνεκούς». Για το Λονδίνο και το Βερολίνο, ήταν μια επίδειξη ρεαλισμού: η ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί χωρίς την Τουρκία.

«Στρατηγική τύφλωση»
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν είχε κατηγορήσει πρόσφατα την Ε.Ε. για «στρατηγική τύφλωση». Με τις διαδοχικές επισκέψεις, αυτή η κατηγορία φαίνεται να χάνει έδαφος. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο αυξανόμενος φόβος στην Ευρώπη λόγω της Ρωσίας του Πούτιν, η αβεβαιότητα στη Μέση Ανατολή και η αποστασιοποίηση των ΗΠΑ ωθούν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να ξαναδούν την Αγκυρα όχι ως πρόβλημα, αλλά ως γεωπολιτικό κόμβο. Ο Μερτς το διατύπωσε καθαρά ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να αφήσει την Τουρκία εκτός του συστήματος αποτροπής και σταθερότητας.
Η μετατόπιση της Γερμανίας είναι εντυπωσιακή. Επειτα από χρόνια εμπάργκο σε εξαγωγές όπλων, το Βερολίνο εγκρίνει την πώληση Eurofighter και επαναφέρει τη γλώσσα του «στρατηγικού διαλόγου». Χαρακτηριστική της αλλαγής αυτής ήταν και η απουσία συναντήσεων του Μερτς με την τουρκική αντιπολίτευση, σε πλήρη αντίθεση με τους προκατόχους του. Ο αρθρογράφος της καθεστωτικής «Milliyet», Οζάι Σεντίρ, σημείωσε ότι «στη νέα θετική ατζέντα, η σκηνή ανήκει στη Γερμανία». Η βιομηχανική της εξάρτηση από την τουρκική τεχνογνωσία σε UAV και θωρακισμένα οχήματα, σε συνδυασμό με τις πιέσεις από τη Ρωσία, την οδηγεί σε πραγματιστική συνεργασία με την Αγκυρα.

Τα κριτήρια
Παρά τον ενθουσιασμό, η πολιτική διάσταση παραμένει δύσκολη. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου, ο Μερτς δήλωσε ότι «θέλει να δει την Τουρκία στην Ε.Ε.», αλλά προσέθεσε πως «ο δρόμος προς την Ευρώπη περνά από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης». Η απάντηση του Ερντογάν ήταν αποκαλυπτική: «Εμείς έχουμε τα κριτήρια της Αγκυρας. Η Τουρκία δεν είναι μια συνηθισμένη ευρωπαϊκή ή ασιατική χώρα». Η φραστική αυτή αντιπαράθεση συμπύκνωσε το θεμελιώδες ρήγμα μεταξύ ευρωπαϊκής κανονιστικότητας και τουρκικής κυριαρχίας. Για τον Μερτς, η επιστροφή στη συζήτηση περί κράτους δικαίου είναι υποχρεωτική αν η Τουρκία θέλει να προχωρήσει σε στενότερες σχέσεις με την Ε.Ε. Για τον Ερντογάν, η Ευρώπη οφείλει να σεβαστεί το «ιδιαίτερο μοντέλο» της Τουρκίας. Η ερώτηση Γερμανού δημοσιογράφου για τη σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου προκάλεσε ένταση. Ο Μερτς εξέφρασε «ανησυχίες» για τη δικαστική ανεξαρτησία, ενώ ο Ερντογάν απάντησε οργισμένα: «Σε ένα κράτος δικαίου, κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου».
Ωστόσο, αυτή η σαφής διαφωνία όσον αφορά τις αξίες αφήνει και τις δύο πλευρές εντελώς αδιάφορες, όπως είπαν στη Realnews Τούρκοι αναλυτές, οι οποίοι σημείωσαν ότι όλες οι αναφορές πλέον σε κριτήρια Κοπεγχάγης και εκδημοκρατισμό «γίνονται τελετουργικά και είναι κενές ουσίας». Ο Ερντογάν δεν παρέλειψε να προβεί και σε μια επίδειξη ισχύος με αφορμή τη Γάζα, απευθυνόμενος στο εσωτερικό του ακροατήριο και στο αφήγημα ότι η Τουρκία είναι «μεγάλη χώρα με ηθικό βάρος». Ο Ερντογάν μίλησε για γενοκτονία στη Γάζα και ρώτησε ρητορικά πώς είναι δυνατόν το Βερολίνο να μην τη βλέπει. Ο καθεστωτικός Τύπος πανηγύρισε, καθώς «ο Ερντογάν έδωσε μάθημα στον καγκελάριο», ενώ ο αντιπολιτευόμενος έγραψε ότι «η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεργάζεται με έναν ηγέτη που αρνείται να καταδικάσει τη Χαμάς». Πέρα από τη γεωπολιτική, η επίσκεψη ανέδειξε και τη στενή οικονομική αλληλεξάρτηση. Ο Μερτς υπενθύμισε ότι 80.000 επιχειρηματίες τουρκικής καταγωγής στη Γερμανία απασχολούν 400.000 εργαζομένους, ενώ 500 γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην Τουρκία. Η τουρκική πλευρά στοχεύει να αυξήσει το διμερές εμπόριο στα 60 δισ. δολάρια και να επαναφέρει το αίτημα για επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης και για χαλάρωση των θεωρήσεων Σένγκεν.
Στο μεταναστευτικό, η Γερμανία προβάλλει ως επιτυχία ότι οι απελάσεις αυξήθηκαν το 2025 χάρη στη συνεργασία με την Αγκυρα. Ο Ερντογάν, από την πλευρά του, προειδοποίησε για τον κίνδυνο ισλαμοφοβίας και ρατσισμού στην Ευρώπη, ζητώντας «σεβασμό προς τους Τούρκους πολίτες της διασποράς». Παρ’ όλα αυτά, οι αναλύσεις στην Τουρκία συγκλίνουν. Οι επισκέψεις Στάρμερ και Μερτς δεν άνοιξαν πραγματικά τον δρόμο προς την Ε.Ε., αλλά επανένταξαν την Τουρκία στη λογική της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Οπως σημειώνουν συνομιλητές της «R» στην Τουρκία, η νέα φόρμουλα είναι «εταιρική σχέση χωρίς ιδιότητα μέλους, άμυνα πριν από τη δημοκρατία». Η Ευρώπη κερδίζει πρόσβαση στη βιομηχανική και στη στρατιωτική ισχύ της Τουρκίας, η Αγκυρα αποκτά πολιτική αποκατάσταση και διαπραγματευτική ισχύ στις Βρυξέλλες. Το ερώτημα είναι αν αυτή η ισορροπία του ρεαλισμού μπορεί να επιβιώσει χωρίς κοινό αξιακό υπόβαθρο. Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος το έθεσε εύστοχα: «Η Ευρώπη χρειάζεται την Τουρκία, αλλά δεν την εμπιστεύεται, η Τουρκία χρειάζεται την Ευρώπη, αλλά δεν τη σέβεται». Αν πράγματι αρχίζει μια νέα εποχή, θα είναι μια εποχή αναγκαστικής συνύπαρξης, όπου το ΝΑΤΟ και τα drones θα υπερκαλύπτουν τις διαφορές περί κράτους δικαίου. Κάτι που εξυπηρετεί απόλυτα το καθεστώς Ερντογάν, που βλέπει στον «ρεαλισμό» των Ευρωπαίων μια «λευκή επιταγή» για να κλιμακώσει τον αυταρχισμό του στο εσωτερικό, όπως ανέφεραν αναλυτές στην «R».
