Στην κατεστραμμένη Ντέρνα, οι επιζώντες συνεχίζουν να αναζητούν αγνοούμενους
Από τον περασμένο μήνα που η πλημμύρα σάρωσε ολόκληρες γειτονιές στην πόλη Ντέρνα της Λιβύης, ο Αμπντουσαλάμ Αλ-Κάντι αναζητά τον πατέρα και τον αδελφό του. Δεν περιμένει να τους βρει ζωντανούς, απλά θέλει να τους θάψει για να έχει ένα τάφο για να τους θρηνήσει.
Μαζί με φίλους, έχει ψάξει μέσα στις λάσπες εκεί όπου κάποτε βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας. Έχει ρωτήσει σε όλα τα νοσοκομεία. Έχει κοιτάξει πολλές από τις φωτογραφίες των 4.000 νεκρών που έχουν έως τώρα ανασυρθεί.
«Σκεφθήκαμε μήπως τους πήρε η θάλασσα. Ίσως βρίσκονταν στο λιμάνι. Εκείνες ήταν πραγματικά δύσκολες ημέρες. Ακόμα είναι δύσκολες ημέρες», δήλωσε ο 43χρονος που χρειάστηκε δύο ημέρες για να ταξιδέψει στη Ντέρνα από το νέο του σπίτι στις ΗΠΑ.
Τρεις εβδομάδες μετά τις πλημμύρες που στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους, πολλοί επιζώντες δεν έχουν ακόμα βρει τα αγαπημένα τους πρόσωπα, την ώρα που οι αντίπαλες φατρίες της Λιβύης διαφωνούν για το ποιος ευθύνεται για την καταστροφή και για το πώς θα ανοικοδομηθεί η διαλυμένη πόλη.
Πολλές οικογένειες πρέπει να τώρα να αποδεχθούν την ιδέα ότι ίσως να μην μάθουν ποτέ τι συνέβη σε γονείς, παιδιά ή άλλους συγγενείς τους παρά τις προσπάθειες ταυτοποίησης των νεκρών -πολλοί εκ των οποίων ενταφιάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες σε μαζικούς τάφους- χρησιμοποιώντας φωτογραφίες ή τεστ DNA.
Ο Κάντι, που μετά βίας μπόρεσε να αναγνωρίσει τη γενέτειρά του όταν έφθασε, λέει ότι η μητέρα και η αδελφή του συνεχίζουν να ελπίζουν ότι ο πατέρας και ο αδελφός του επέζησαν. Αλλά ο Κάντι λέει ότι αναγκάστηκε να αποδεχθεί το γεγονός ότι έχουν φύγει από τη ζωή.
«Αυτό που ήταν δύσκολο τις πρώτες ημέρες ήταν η ελπίδα. Οι άνθρωποι έλεγαν ότι τους είδαν κάπου. Για εμάς ήταν σαν να πέθαιναν ξανά κάθε μέρα», δήλωσε. «Με τρέλαινε αυτό».
Περίπλοκη ανοικοδόμηση
Η Ντέρνα, μια παραθαλάσσια πόλη στην ανατολική Λιβύη γνωστή ως πολιτιστικό κέντρο, χτίστηκε σε ένα ποτάμι με εποχική ροή που εκβάλλει στη θάλασσα.
Η πόλη βυθίστηκε στο χάος μετά την εξέγερση της Λιβύης το 2011. Οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους κατέλαβαν την πόλη το 2015 -σκοτώνοντας έναν από τους δύο αδελφούς του Κάντι – πριν αυτή περάσει στον έλεγχο των ανατολικών δυνάμεων υπό τον στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ.
Η καταστροφή τώρα είναι σε διαφορετική κλίμακα. Μέσα σε μια νύχτα, μια στενή κοιλάδα με δρόμους και κτίρια μετατράπηκε σε τεράστια έκταση με λάσπη, βράχια και χαλάσματα σπιτιών.
Η οργάνωση της ανοικοδόμησης της Ντέρνα θα είναι, ωστόσο, περίπλοκη, με τη Λιβύη να είναι μοιρασμένη μεταξύ της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης στη Τρίπολη, στα δυτικά, και των ανατολικών περιοχών που ελέγχονται από τον Χάφταρ.
Οι προσπάθειες παροχής βοήθειας είναι εμφανείς στους δρόμους, με σκαπτικά μηχανήματα να απομακρύνουν χαλάσματα. Αλλά οι κάτοικοι, που μίλησαν στο Reuters την περασμένη εβδομάδα, κατήγγειλαν ότι δεν είχαν λάβει καμία βοήθεια στην αποκατάσταση των ζημιών ή την ανοικοδόμηση κατοικιών και επιχειρήσεων.
Ο Μοχάμεντ αλ-Γκαΐλ, 49 ετών, προσπαθούσε να καθαρίσει τη λάσπη από το παντοπωλείο του αδελφού του. «Υπάρχει απόλυτη απουσία του κράτους για να καθησυχάσει τους πολίτες», δήλωσε. «Αποφασίσαμε να μειώσουμε τον πόνο μας με το να καθαρίσουμε ό,τι μπορούμε για να δώσουμε και πάλι ζωή στις πληγείσες περιοχές».
Η κυβέρνηση στα ανατολικά, που δεν αναγνωρίζεται διεθνώς, δήλωσε την Κυριακή ότι αναβάλλει τη διεθνή διάσκεψη ανοικοδόμησης που σχεδίαζε. Η κυβέρνηση στην Τρίπολη έχει επίσης δηλώσει ότι θα πραγματοποιήσει διάσκεψη, χωρίς να ορίζει ημερομηνία.
Σε ένα κατακερματισμένο κράτος, η ανοικοδόμηση και ο συντονισμός που απαιτείται μπορεί να πυροδοτήσουν μια ακόμα σύγκρουση για εξουσία, σύμφωνα με αναλυτές.
Το κόστος για εργατικά χέρια έχει ήδη αυξηθεί πολύ για τον Χάλεντ αλ-Φόρτας, που δήλωσε ότι δεν μπορεί να πληρώσει τα υψηλά μεροκάματα που ζητούν οι εργάτες για να τον βοηθήσουν να καθαρίσει το κατεστραμμένο σπίτι του.
Για τον Κάντι, η προτεραιότητα παραμένει να βρεθούν τα χαμένα μέλη της οικογένειάς του -ένα τρομακτικό εγχείρημα για τον ίδιο και χιλιάδες άλλους.
«Μια ολόκληρη πόλη βυθίστηκε στο νερό, με ανθρώπους στα κτίρια», δήλωσε. «Είναι αδύνατον να τους ανασύρουμε με τις δικές δυνατότητες».