Login

Lost your password?
Don't have an account? Sign Up

Ο Νόμος περί Τοκογλυφίας

Κατά το άρθρο 404 ΠΚ : «1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την οικονομική ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα ή την απειρία εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που με βάση τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου ή συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η πράξη έχει τελεστεί με περισσότερους τρόπους αφορά όμως τα ίδια περιουσιακά ωφελήματα, στον υπαίτιο επιβάλλεται μία μόνο ποινή, κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η συνολική εγκληματική δράση του.

  1. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ’ επάγγελμα τις τοκογλυφικές πράξεις της παρ.1 τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή.».

Στο άρθρο 404 ΠΚ τυποποιείται το αδίκημα της τοκογλυφίας, το οποίο συνιστά έγκλημα διακινδύνευσης και στο οποίο περιλαμβάνονται δύο περιπτώσεις τοκογλυφίας, ήτοι η τοκογλυφία υπό ευρεία έννοια της §1 (αισχροκερδείς πράξεις και τοκογλυφίες) και η κατ’ επάγγελμα τοκογλυφία της §2. Κατά την Αιτιολογική Έκθεση με την ως άνω διάταξη επιδιώκεται η αποφυγή υπέρμετρου πλουτισμού εκ της αδυναμίας άλλου καθώς και η σταθεροποίηση των χρηστών ηθών στην αγορά.

Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι για όσες πράξεις τοκογλυφίας τελέσθηκαν μετά την 12-11-2021 χρήζει εφαρμογής η πλέον πρόσφατη τροποποιημένη διάταξη του ΠΚ δυνάμει του ν.4855/2021, με την οποία επήλθε αύξηση στην απειλούμενη ποινή του βασικού εγκλήματος της τοκογλυφίας της §1 όσον αφορά στο κατώτερο όριό της σε έξι (6) μήνες φυλάκισης αντί των δέκα ημερών (10), ενώ προβλέπεται πλέον σωρευτικά κι όχι διαζευκτικά χρηματική ποινή. Σύμφωνα δε με το σκεπτικό στην Αιτιολογική Έκθεση, κατά τον τρόπο αυτό μπορούν να καλυφθούν και οι βαρύτερες μορφές εκμετάλλευσης της αδυναμίας του παθόντος. Συγχρόνως, η κατ’ επάγγελμα τοκογλυφία της §2 αναβαθμίζεται σε κακούργημα, καθώς τιμωρείται με κάθειρξη ύψους έως και οκτώ (8) έτη, ενώ στον δράστη επιβάλλεται συνάμα και χρηματική ποινή.

Ως προς την αντικειμενική υπόσταση της υπό ευρεία έννοιας της τοκογλυφίας κατ’ α. 404 §1 ΠΚ

Στην παρούσα διάταξη της §1 ο νομοθέτης προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των αισχροκερδών δικαιοπραξιών και της τοκογλυφίας.

Οι αισχροκερδείς πιστωτικές δικαιοπραξίες

Για την τέλεση του εγκλήματος στην παρούσα μορφή απαιτούνται: (α) δικαιοπραξία παροχής πίστωσης, ανανέωση ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής της, (β) συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων για τον δανειστή ή τον τρίτο που με βάσει τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, γεγονός το οποίο οφείλεται (γ) στην εκμετάλλευση της οικονομικής ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας εκείνου που λαμβάνει την πίστωση, καθώς επίσης και (δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ συνομολόγησης και εκμετάλλευσης.

Ειδικότερα, εδώ υπάγονται μόνο οι πιστωτικές δικαιοπραξίες, δηλαδή οι συμβάσεις με τις οποίες ο αποκτών αναλαμβάνει υποχρέωση να καταβάλει την αντιπαροχή του, η οποία συνίσταται είτε σε χρήματα, είτε σε αντικαταστατά πράγματα μετά την παρέλευση ορισμένου χρονικού διαστήματος, με την εν λόγω, μάλιστα, πράξη να δύναται να τελεσθεί και από εντολοδόχο ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Σημειωτέον ότι κατά την περίπτωση που η δοθείσα παροχή στον οφειλέτη συνίσταται σε χρήματα, τότε θα πρόκειται για τοκογλυφία, όπως έχει νομολογηθεί σχετικώς βλ. ΑΠ 978/81 ΠΧ ΛΒ 257, 468/78 ΠΧ ΚΗ 599.

Ως προς το στοιχείο της συνομολόγησης ή λήψης περιουσιακών ωφελημάτων για τον δανειστή ή τον τρίτο, τα οποία με βάση τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου λεκτέον ότι το ως άνω συνιστά έγκλημα διακινδύνευσης και ως εκ τούτου δεν είναι απαιτητή η λήψη των ωφελημάτων, καθότι αρκεί η συνομολόγηση. Περιουσιακό ωφέλημα δε είναι κάθε ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσίας και όχι μόνο τα χρηματικά ωφελήματα, τα οποία, όμως, θα πρέπει να είναι αποτιμητά σε χρήμα προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη δυσαναλογίας. Προφανής δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη του μέσου λογικού και έχοντος πείρα στις σχετικές συναλλαγές ανθρώπου και η οποία συγχρόνως υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει κανείς όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου, με την δυσαναλογία να πρέπει να είναι οφθαλμοφανής.

Περαιτέρω, θα πρέπει τα ως άνω να διενεργούνται με την εκμετάλλευση της οικονομικής ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας εκείνου που λαμβάνει την πίστωση. Πνευματική αδυναμία συνιστά η ελαττωμένη πνευματική ανάπτυξη ως προς την κατανόηση ότι η δικαιοπραξία είναι καταπλεονεκτική, ενώ κουφότητα είναι η αδιαφορία του άλλου συμβαλλόμενου για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεών του, ήτοι η εκ μέρους του ολιγωρία ένεκα της οποίας δε δύναται ο συμβαλλόμενος να εκτιμήσει τις συνέπειες και τη σημασία της, η ακρισία και η ανωμαλία της νόησης που προήλθε από οποιονδήποτε λόγο, όπως η πνευματική νόσος που δεν επέφερε ολική ή μερική ασυνειδησία των πράξεων του προσώπου.

Ως απειρία νοείται η άγνοια των συνθηκών των συναλλαγών και η έλλειψη πείρας που διαθέτει ο μέσος κοινωνός ως προς τα οικονομικά δεδομένα και τα μεγέθη, ως προς τις τιμές και τις συναλλαγές. Τέλος, εκμετάλλευση συνιστά η συνειδητή και ιδιαίτερα ανάρμοστη αξιοποίηση σε όφελος του δράστη της προεκτειθείσας θέσης του άλλου για κτήση υπέρμετρων περιουσιακών ωφελημάτων, με τον δράστη να πρέπει να τελεί εν γνώση της ανάγκης ή της κουφότητας. Μάλιστα, δεν απαιτείται ενέργεια ή συμπεριφορά εξαναγκασμού σε τέλεση της δικαιοπραξίας, αλλά αρκεί η γνώση της οικονομικής ανάγκης καθώς και ότι ο δράστης επωφελήθηκε. Ως εκ τούτου καθίσταται σαφές ότι είναι αδιάφορο αν την πρόταση προς σύναψη της συμβάσεως την έκανε ο ευρισκόμενος στην οικονομική ανάγκη ή όχι.

Η τοκογλυφία

Η πράξη της τοκογλυφίας, κατά τη διατύπωση της νέας διάταξης, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του ΠΚ το 2019, συνιστά την με εκμετάλλευση της οικονομικής ανάγκης ή της πνευματικής αδυναμίας συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Για την πλήρωση, συνεπώς, της αντικειμενικής της υπόστασης θα πρέπει να συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, με την συνομολόγηση ή λήψη των περιουσιακών ωφελημάτων στην εν λόγω περίπτωση, όμως, να αφορούν στην υπέρβαση του κατά το νόμο θεμιτού ποσοστού τόκου. Ως έγκλημα δε διακινδύνευσης δεν απαιτείται η λήψη των τοκογλυφικών τόκων.

Τόκος είναι το αντάλλαγμα που πληρώνει κάποιος για τη χρήση ξένου κεφαλαίου, με το ποσοστό αυτό να καθορίζεται εκ του νόμου χάριν της ενίσχυσης της ασφάλειας των συναλλαγών, καθώς και της πάταξης της τοκογλυφίας.

Η κατ’ επάγγελμα τοκογλυφία κατ’ α. 404 §2 ΠΚ

Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ’ επάγγελμα τις προπεριγραφείσες τοκογλυφικές πράξεις τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή. Θα πρέπει δε να αναφερθεί ότι η επιβαρυντική αυτή περίσταση δεν θεμελιώνει, αλλά αυξάνει το αξιόποινο. Σημειωτέον ότι για την κατ’ επάγγελμα τέλεση της τοκογλυφίας δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη, ούτε και παραπομπή για πλείονες πράξεις τοκογλυφίας, αλλά αρκεί και η τέλεση μιάς μόνο πράξης, όταν απ’ αυτή εν όψει και της διάρκειας και των λοιπών συνοδών περιστάσεων προκύπτει επιδίωξη πορισμού εισοδήματος.

Συνάμα, η ως άνω επιβαρυντική περίσταση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται ακόμη και για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του (ΑΠ 249/11 ΤΝΠ ΔΣΑ).

Ως προς την υποκειμενική υπόσταση της τοκογλυφίας κατ’ α. 404  ΠΚ

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως της τοκογλυφίας κατ’ α. 404 ΠΚ απαιτείται δόλος, αρκεί δε και ο ενδεχόμενος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση της οικονομικής ανάγκης του παθόντος και τη θέληση εκμετάλλευσης της κατάστασης αυτής με τη συνομολόγηση των ωφελημάτων και τη γνώση ότι πρόκειται για προφανή δυσαναλογία.

Μπαρκαγιάννης Ιωάννης-Δικηγόρος

 barkagiannis.gr