Οι κίνδυνοι παραβίασης της ιδιωτικής ζωής στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Βαδίζοντας ολοταχώς στην ολοκλήρωση της 2ης δεκαετίας του 21ου αιώνα η χρήση του διαδικτύου εκτός του ότι αποτελεί αναμφίβολα απαραίτητο εργαλείο για τη διεκπεραίωση σημαντικών ενεργειών της καθημερινότητας (πληρωμές / αγορές, check in, ψηφιακές πλατφόρμες ψυχαγωγίας, αναζήτηση χρήσιμων πληροφοριών) είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη σε όλες της ηλικίες. Η χρήση του διαδικτύου σε επίπεδο προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων (άρθρο 15 παρ. 1 του Συντάγματος: «Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού»), συνδέεται προεχόντως με την εισαγωγή και χρήση προσωπικών δεδομένων που μολονότι δεν εμπεριέχουν πάντοτε προσωπικά στοιχεία, είναι δυνατό ωστόσο να οδηγήσουν στη ταυτοποίηση του χρήστη (π.χ. μία διεύθυνση e-mail αποτελούμενη από όνομα και επώνυμο είναι προφανές ότι μπορεί να συσχετιστεί με συγκεκριμένα πρόσωπα. Το αυτό όμως δύναται να συμβεί και με μία διεύθυνση IP (δηλαδή η ηλεκτρονική διεύθυνση εκάστης σύνδεσης στο διαδίκτυο), η οποία μολονότι αποτελείται από σειριακούς αριθμούς, είναι ικανή να αποκαλύψει την ακριβή διεύθυνση του χρήστη και υπό προϋποθέσεις επακριβή στοιχεία της ταυτότητάς του.
Το κανονιστικό πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων εδώ και δεκαετίες διέπεται από το Ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα από το Κανονισμό 2016/679, ευρύτερα γνωστό και ως GDPR (General Data Protection Regulation) η υιοθέτηση του οποίου αποτέλεσε προϊόν επίπονων και χρονοβόρων διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε διάφορα λόμπυ στους κόλπους της Ε.Ε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός κατατέθηκε ήδη από το έτος 2012 και ψηφίστηκε μετά από τέσσερα (4) έτη διαπραγματεύσεων.
Η σημαντικότητα του Κανονισμού επιβεβαιώνεται από την ίδια τη νομική του φύση: Πρόκειται για νομοθέτημα άμεσης εφαρμογής το οποίο συμπληρώθηκε στην κυπριακή δικαιική τάξη από τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμο του 2018 (Ν. 125(I)/2018).
Είναι γνωστό ότι ακόμη και η απλή, δηλαδή η υπό συνθήκες ανωνυμίας, περιήγηση σε ιστοσελίδες (surfing) κρίνεται υπέρ αρκετή για τους κολοσσούς του διαδικτύου (Google, Apple, κ.α.) για τη δημιουργία προφίλ χρήστη μέσω των δεδομένων περιήγησης (cookies) τα οποία – ασυναίσθητα πολλές φορές – αποδεχόμαστε προκειμένου να αποκτήσουμε πρόσβαση στο περιεχόμενο κάποιας ιστοσελίδας. Με αυτό τον τρόπο εξάλλου απεικονίζεται στην οθόνη μας η επονομαζόμενη και ως «προσωποποιημένη διαφήμιση». Κλασσικό παράδειγμα «προσωποποιημένης διαφήμισης» αποτελεί η απόπειρα ανεύρεσης εισιτηρίων για κάποιο προορισμό. Με την εκ νέου είσοδό μας στο διαδίκτυο εμφανίζονται διαφημίσεις για αγορά εισιτηρίων και προσφορά πακέτων αναψυχής !
Εξ αντιδιαστολής, καθίσταται ευλόγως αντιληπτό ότι η χρήση διάφορων εφαρμογών (applications), δεδομένου ότι απαιτούν την εισαγωγή ορισμένων προσωπικών δεδομένων, ενδέχεται να εγκυμονούν αυξημένους κινδύνους αναφορικά με το σεβασμό της ιδιωτικής σφαίρας του χρήστη. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων της Ιρλανδίας εξέδωσε προσφάτως (13/05/2019) ανακοίνωση κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για ενδεχόμενη παράβαση δεδομένων χρηστών της εξαιρετικά δημοφιλούς πλατφόρμας “WhatsApp”. Μολονότι ουδέποτε αποδείχθηκε η υποκλοπή δεδομένων χρηστών στο χωρικό πλαίσιο της Ε.Ε., προληπτικά η Αρχή της Ιρλανδίας και η WhatsApp εξέδωσαν σύσταση με την οποία συστήνουν όπως οι χρήστες εγκαταστήσουν στις συσκευές τους την ενημερωμένη έκδοση (update) του WhatsApp, η οποία θεωρείται πιο ασφαλής.
Μόλις πριν λίγο καιρό, το Γραφείο του Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέδωσε ανακοίνωση (διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.dataprotection.gov.cy) εφιστώντας την προσοχή των χρηστών αναφορικά με ορισμένες εφαρμογές επεξεργασίας φωτογραφιών διαθέσιμες σε εξαιρετικά δημοφιλή μέσα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. Facebook), οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να εκτελούνται στο παρασκήνιο και να συλλέγουν δεδομένα μολονότι δεν χρησιμοποιούνται, εν ολίγοις δηλαδή εν αγνοία των όσων τις έχουν χρησιμοποιήσει. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται οι φίλοι ή οι συγγενείς που εμφανίζονται με ετικέτα στις φωτογραφίες (tag) ενδέχεται να μην έχουν αποδεχθεί τους όρους χρήσης αυτής της εφαρμογής. Εφόσον όμως οι φωτογραφίες αυτές δημοσιοποιούνται, δημιουργείται προφανές ζήτημα αναφορικά με τη συναίνεσή τους στους όρους χρήσης της επίμαχης εφαρμογής.
Καθίσταται απολύτως σαφές ότι ο χρήστης οιασδήποτε εφαρμογής απαιτείται να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός διότι η αποδοχή των όρων χρήσης ενδέχεται να εξουσιοδοτεί την εφαρμογή να αποκτήσει πρόσβαση στο μέσο εισόδου μας στο διαδίκτυο (δηλαδή στον οικιακό ή φορητό υπολογιστή, στο κινητό τηλέφωνο και φυσικά στο σύνολο των αρχείων που διαθέτουμε στις συσκευές αυτές) το οποίο συνεπάγεται ότι η εφαρμογή αποκτά πρόσβαση όχι μόνον στο υλικό που θέλει να αποστείλει ο χρήστης αλλά σε οτιδήποτε έχει αποθηκευτεί στη συσκευή του (ανεξάρτητα φυσικά από τη ψηφιακή μορφή που ενδέχεται να έχει, pdf, jpg, κτλ).
Η χρήση του διαδικτύου και ορισμένων εφαρμογών του αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Η αξία του ως μέσου διάχυσης πληροφοριών, απλοποίησης απαιτούμενων ενεργειών (π.χ. ηλεκτρονική υπογραφή) αλλά και κοινωνικοποίησης / αλληλεπίδρασης / επικοινωνίας (Facebook, Instagram, Linkedin, κ.α.) είναι αυταπόδεικτη. Υπό αυστηρά νομικό πρίσμα θα πρέπει να καταστεί σαφής η εγγενής δυσκολία του δικαίου να χαλιναγωγήσει τους κινδύνους που εγκυμονεί η χρήση ψηφιακών μέσων απόρροια της συνεχούς μετάλλαξής τους δεδομένης της αλματώδους τεχνολογικής εξέλιξης. Εφόσον λοιπόν δεν είναι εφικτή η οριοθέτηση της προόδου της τεχνολογίας, συνακόλουθα είναι απολύτως αδύνατη ο επακριβής προσδιορισμός των κινδύνων που ελλοχεύει, πρωτίστως φυσικά για την ιδιωτική σφαίρα των χρηστών. Εξάλλου, η ιδιωτικότητα του χρήστη δεν απειλείται μόνον από τη διάχυση των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι δεδομένων δυνάμενων να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή του αλλά και από τη διαρροή με των επονομαζόμενων ως «μεταδεδομένων», π.χ. όπως η γεωγραφική θέση, ο χρόνος λήψης φωτογραφιών ή βίντεο, πληροφορίες για το είδος της συσκευής, κα.
Αυτό που επειγόντως απαιτείται είναι η συνετή χρήση του μέσου που χρησιμοποιούμε παράλληλα με την ουσιαστική γνώση των δικαιωμάτων μας τόσο ως χρήστες αλλά κυρίως ως πολίτες οργανωμένων Κοινωνιών που έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται σύγχρονά Κράτη δικαίου.