Οι µορφές της ληστείας στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα
Του καθηγητού Αλεξάνδρου ∆. Κωζαδίνου*
Άρθρο 380. Ληστεία.
1. Όποιος µε σωµατική βία εναντίον προσώπου ή µε απειλές ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο σώµατος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν µέρει) κινητό πράγµα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόµως, τιµωρείται µε κάθειρξη. Εάν ο υπαίτιος της πράξεως αυτής ενήργησε µε καλυµµένα ή αλλοιωµένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
2. Αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωµατική βλάβη (άρθρο 310) ή αν η πράξη εκτελέστηκε µε ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
3. Οι ίδιες ποινές (παρ. 1 και 2) επιβάλλονται σ’ εκείνον που καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω να κλέβει και µεταχειρίζεται σωµατική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο σώµατος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιµαίο.
Α. Οι βασικές µορφές της ληστείας
1. Έννοια. Το εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 380 ΠΚ ορίζει ότι «όποιος µε σωµατική βία εναντίον προσώπου ή µε απειλές ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο σώµατος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν µέρει) κινητό πράγµα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόµως, τιµωρείται µε κάθειρξη». Εξάλλου, σύµφωνα µε
την παράγραφο 3 του άρθρου 380 ΠΚ, «η ίδια ποινή επιβάλλεται σ’ εκείνον που καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω να κλέβει και µεταχειρίζεται σωµατική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο σώµατος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιµαίο». Σ’ αυτές τις δύο διατάξεις του άρθρου 380 ΠΚ τυποποιείται το έγκληµα της ληστείας, στις βασικές του µορφές.
2. Κύρια χαρακτηριστικά. Για τα κύρια χαρακτηριστικά της ληστείας µπορούµε να κάνουµε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
α) Η ληστεία είναι το µοναδικό έγκληµα κατά της ιδιοκτησίας όπου ο δράστης χρησιµοποιεί σωµατική βία ή απειλές. Αυτό ακριβώς το στοιχείο προσδίδει στη ληστεία, τόσο στις βασικές όσο και στις διακεκριµένες µορφές της, αυξηµένη απαξία και συνεπώς το χαρακτήρα του κακουργήµατος, τη στιγµή που όλα τα υπόλοιπα εγκλήµατα κατά της ιδιοκτησίας είναι, τουλάχιστον στη βασική τους µορφή, πληµµελήµατα.
β) Η ληστεία, όπως και η κλοπή και η υπεξαίρεση, ανήκει στα εγκλήµατα αφαίρεσης της ιδιοκτησίας. Επειδή, επιπλέον, η αφαίρεση αυτή συντελείται, όπως είπαµε, µε τη χρήση σωµατικής βίας ή απειλών, η ληστεία προσβάλλει δύο έννοµα αγαθά: και την ιδιοκτησία (λόγω της αφαίρεσης ξένου κινητού πράγµατος) και την προσωπική ελευθερία (λόγω του εξαναγκασµού του θύµατος).
γ) Στο άρθρο 380 ΠΚ η ληστεία τυποποιείται ως σύνθετο έγκληµα, που αποτελείται από δύο ξεχωριστά και αυτοτελή (το καθένα) εγκλήµατα: την κλοπή (άρθρο 372 ΠΚ) και την παράνοµη βία (άρθρο 330 ΠΚ). Η ληστεία δηλαδή είναι κλοπή που γίνεται µε άσκηση βίας ή απειλής. Και όταν λέµε κλοπή, εννοούµε οποιαδήποτε µορφή της (βασική, διακεκριµένη, ακόµη και προνοµιούχα).
δ) Η αντικειµενική υπόσταση της ληστείας είναι κατ’ αρχάς ίδια µε εκείνη της κλοπής. Συγκεκριµένα, στην αντικειµενική υπόσταση ανήκουν:
αα) Το υποκείµενο του εγκλήµατος, δηλαδή ο δράστης, που µπορεί να είναι οποιοσδήποτε («όποιος»). Άρα πρόκειται για έγκληµα κοινό.
ββ) Το υλικό αντικείµενο του εγκλήµατος, δηλαδή το ξένο (ολικά ή εν µέρει) κινητό πράγµα. Πράγµα είναι κάθε απρόσωπο και ενσώµατο αντικείµενο, έστω και ασήµαντης ή µηδαµινής αξίας, που γίνεται αντιληπτό µε τις αισθήσεις και µπορεί να εξουσιαστεί από τον άνθρωπο. Ξένο είναι το πράγµα που δεν ανήκει στο δράστη, ανήκει όµως σε άλλο πρόσωπο, ανεξάρτητα αν το πρόσωπο αυτό είναι κάποιος ιδιώτης (φυσικό ή νοµικό πρόσωπο) ή είναι το κράτος, ένας δήµος, µια εκκλησία κλπ. Σε ό,τι αφορά τη φράση «ολικά ή εν µέρει», αυτή προσδιορίζει το «ξένο», δηλαδή το πράγµα που αφαιρεί ο δράστης µπορεί να είναι γι’ αυτόν είτε ολικά ξένο είτε εν µέρει ξένο.
Η δεύτερη εκδοχή έχει σηµασία για την περίπτωση της συνιδιοκτησίας ενός πράγµατος, όπου ο εν µέρει κύριος, θέλοντας να αποκτήσει εξουσία επί όλου του πράγµατος, το αφαιρεί από την κατοχή του άλλου συνιδιοκτήτη. Κινητό είναι το πράγµα που µπορεί να µεταφερθεί από τόπο σε τόπο.
γγ) Η πράξη, δηλαδή η αφαίρεση από την κατοχή άλλου, που σηµαίνει άρση της πραγµατικής εξουσίας του κατόχου πάνω στο πράγµα και υπαγωγή του πράγµατος στην εξουσία του δράστη. Εποµένως η αφαίρεση είναι σύνθετη πράξη, που αναλύεται και ολοκληρώνεται σε δύο φάσεις: στην πρώτη φάση ο δράστης αποµακρύνει το πράγµα από το θύµα, ενώ στη δεύτερη φάση θέτει το πράγµα υπό την εξουσία του. Τέλος, «άλλος» δεν θεωρείται µόνο ο ιδιοκτήτης (που είναι βέβαια και το πιο συνηθισµένο), αλλά και οποιοσδήποτε τρίτος κατέχει το πράγµα βάσει έννοµης σχέσης (π.χ. νοικιασµένο αυτοκίνητο).
Εντούτοις στο έγκληµα της ληστείας υπάρχουν δύο πρόσθετα στοιχεία. Το πρώτο (και σηµαντικότερο) είναι η χρήση βίας ή απειλής, ως µέσο για τον εξαναγκασµό του θύµατος να αποστερηθεί την κατοχή του πράγµατος.
Το δεύτερο, που το συναντάµε µόνο στη δεύτερη από τις τρεις µορφές ληστείας που θα εξετάσουµε παρακάτω, είναι ο εξαναγκασµός του θύµατος να παραδώσει το πράγµα στο δράστη, δηλαδή να το εξαγάγει από τη δική του κατοχή και να το θέσει υπό την κατοχή του δράστη.
ε) Σε ό,τι αφορά την υποκειµενική υπόσταση, χρειάζεται, όπως και στην κλοπή, δόλος και σκοπός παράνοµης ιδιοποίησης, µε τη διαφορά ότι ο δόλος δεν συνδέεται µόνο µε την αφαίρεση του ξένου κινητού πράγµατος από [ 27 ] Α/Α την κατοχή άλλου, αλλά και µε την άσκηση σωµατικής βίας ή απειλής.
Ειδικότερα:
αα) Ο δόλος σηµαίνει γνώση και θέληση όλων των στοιχείων της αντικειµενικής υπόστασης (άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ). Θα πρέπει δηλαδή ο δράστης να γνωρίζει ότι αφαιρεί µε χρήση βίας ή απειλής ξένο κινητό πράγµα από την κατοχή άλλου και να θέλει να πραγµατώσει όλα αυτά τα στοιχεία. Βέβαια ο δόλος (πρόθεση) δεν αναγράφεται ρητά στους κυρωτικούς κανόνες του άρθρου 380 ΠΚ, συµπεραίνεται όµως από δύο δεδοµένα: πρώτον, από τη φράση «για να το ιδιοποιηθεί παρανόµως» (που προϋποθέτει δόλο) και δεύτερον, από το γεγονός ότι η ληστεία είναι κακούργηµα και ως τέτοιο τιµωρείται µόνο εφόσον τελείται µε δόλο (άρθρα 18 και 26 ΠΚ).
ββ) Ο σκοπός παράνοµης ιδιοποίησης αποτελεί πρόσθετο, πέρα από το δόλο, στοιχείο της υποκειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος της ληστείας. Άρα, για να έχουµε ληστεία, δεν αρκεί ο δράστης να αφαιρεί µε χρήση βίας ή απειλής ξένο κινητό πράγµα από την κατοχή άλλου. Πρέπει, επιπλέον, την αφαίρεση να την κάνει προκειµένου να ιδιοποιηθεί παράνοµα το ξένο κινητό πράγµα. Αν δεν υπάρχει αυτός ο σκοπός, δεν υπάρχει ληστεία. Από την άλλη όµως µεριά, ληστεία υπάρχει και χωρίς την πραγµάτωση αυτού του σκοπού.
Για την ιδιοποίηση πρέπει να πούµε ότι αυτή δεν σηµαίνει την απόκτηση κυριότητας επί του πράγµατος, αλλά τη δηµιουργία µιας απόλυτης εξουσίασης πάνω στο πράγµα, ίδιας µε εκείνη του ιδιοκτήτη, µε τη διαφορά ότι στη ληστεία (και σε όλα τα εγκλήµατα αφαίρεσης της ιδιοκτησίας) η απόλυτη αυτή εξουσίαση είναι αυθαίρετη. Πάντως η ιδιοποίηση πρέπει να είναι παράνοµη. αυτό συµβαίνει όταν προσβάλλει το δικαίωµα κυριότητας κάποιου άλλου, όταν δηλαδή έρχεται σε αντίθεση µε την τάξη ιδιοκτησίας που προβλέπει το Εµπράγµατο ∆ίκαιο.
3. Τρόποι τέλεσης. Πριν προχωρήσουµε στις µορφές της ληστείας, οι οποίες προκύπτουν από τη διατύπωση των παραγράφων 1 εδ. α΄ και 3 του άρθρου 380 ΠΚ, είναι απαραίτητο να επεξηγηθούν δύο όροι που χρησιµοποιούνται στο άρθρο αυτό και προσδιορίζουν τους τρόπους µε τους οποίους τελείται τούτο το έγκληµα. Οι τρόποι αυτοί, κοινοί σε όλες τις µορφές της ληστείας, είναι δύο: η σωµατική βία εναντίον προσώπου και οι απειλές που είναι ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο σώµατος ή ζωής.
α) Σωµατική βία εναντίον προσώπου. Σωµατική βία είναι η επενέργεια στο σώµα του θύµατος, µε στόχο την κάµψη της αντίστασής του (η οποία είτε εκδηλώθηκε είτε πρόκειται να εκδηλωθεί) και τον εξαναγκασµό του σε συµµόρφωση στις υποδείξεις ή απαιτήσεις του δράστη. Στη ληστεία ο εξαναγκασµός συνίσταται στην ανοχή της αφαίρεσης του πράγµατος από το δράστη ή στην παράδοση του πράγµατος σ’ αυτόν. Όταν η επενέργεια στο σώµα (ή σε τεχνητά µέλη του σώµατος) του θύµατος είναι φυσική–µυική, τότε έχουµε σωµατική βία µε στενή έννοια. π.χ. ο δράστης δένει τα χέρια του θύµατος.
Όταν η επενέργεια είναι χηµική, τότε αυτή, σύµφωνα µε το άρθρο 13 περ. δ΄ ΠΚ, θεωρείται επίσης σωµατική βία και ονοµάζεται σωµατική βία µε πλατιά έννοια, όπου ο δράστης χρησιµοποιεί υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα µέσα και έτσι φέρνει το θύµα σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση. π.χ. ο δράστης αναισθητοποιεί το θύµα µε εκτόξευση παραλυτικού αερίου. Η διατύπωση «εναντίον προσώπου» σηµαίνει λοιπόν επενέργεια στο ίδιο το σώµα του θύµατος και κατά συνέπεια εκείνο που απαιτεί ο νόµος είναι η άσκηση άµεσης σωµατικής βίας. Σηµαίνει όµως και κάτι ακόµη: ότι η σωµατική βία µπορεί να στρέφεται όχι µόνο κατά του ιδιοκτήτη ή του κατόχου του πράγµατος, αλλά και κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου που λειτουργεί ή που εµφανίζεται να λειτουργεί ως ανθρώπινο εµπόδιο για την αφαίρεση του πράγµατος, όπως π.χ. ο φύλακας, ο θυρωρός, ο αστυνοµικός, η οικιακή βοηθός, ο γείτονας ή και οποιοσδήποτε τρίτος.
Θα πρέπει, τέλος, να γίνει ξεκάθαρο ότι η σωµατική βία δεν προϋποθέτει χρήση όπλου ούτε πρόκληση σωµατικής βλάβης. µε ή χωρίς όπλο, όπως και µε ή χωρίς σωµατική βλάβη του θύµατος, η σωµατική βία, ως τρόπος τέλεσης της ληστείας, είναι νοητή, εφικτή, επαρκής και αναγκαία για τη θεµελίωση του εγκλήµατος.
β) Απειλές ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο σώµατος ή ζωής. Απειλή είναι η εξαγγελία ενός κακού που θα υποστεί το θύµα, µε τον ίδιο στόχο όπως και στη σωµατική βία, δηλαδή την κάµψη της αντίστασης του θύµατος και τον εξαναγκασµό του, προκειµένου για ληστεία, στην ανοχή της αφαίρεσης του πράγµατος από το δράστη ή στην παράδοση του πράγµατος
στο δράστη. Το απειλούµενο κακό πρέπει να έχει δύο στοιχεία: πρώτον, να εξαγγέλλεται ότι θα συµβεί άµεσα, δηλαδή στα επόµενα λεπτά ή δευτερόλεπτα («επικείµενο»), και δεύτερον, να αφορά τη σωµατική ακεραιότητα (σε επίπεδο βαριάς σωµατικής βλάβης) ή τη ζωή του απειλουµένου («κίνδυνο σώµατος ή ζωής») και όχι άλλο έννοµο αγαθό του. π.χ. ο δράστης απειλεί να «σακατέψει» ή να «καθαρίσει» το θύµα. Αν η απειλή του δράστη στρέφεται εναντίον άλλου εννόµου αγαθού του θύµατος, τότε δεν πρόκειται για ληστεία, αλλά για εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ). π.χ. ο δράστης απειλεί ότι, αν δεν πάρει τα χρήµατα που θέλει, θα καταστρέψει το αυτοκίνητο του θύµατος (ιδιοκτησία) ή θα δώσει στη δηµοσιότητα τις ερωτικές του φωτογραφίες (τιµή) ή θα κρατήσει παράνοµα την ανήλικη κόρη του (προσωπική ελευθερία) ή θα ασελγήσει σε βάρος της (γενετήσια ελευθερία και ανηλικότητα). Στην απειλή ισχύει κάτι ανάλογο µ’ αυτό που είδαµε και στη σωµατική βία: το απειλούµενο κακό µπορεί να αφορά άλλον, ενώ από άλλον να αφαιρείται το πράγµα (ή άλλος να το παραδίδει), αρκεί η απειλή κατά του συγκεκριµένου προσώπου να είναι πρόσφορη για την επιτυχία του εξαναγκασµού. αυτό συµβαίνει όχι µόνο όταν υπάρχει µια
σχέση οικείου κατά το άρθρο 13 περ. α΄ ΠΚ, αλλά και οποιαδήποτε άλλη σχέση (συγγενική, φιλική, ερωτική, κοινωνική, επαγγελµατική), ακόµη και όταν δεν υπάρχει κάποια σχέση (π.χ. όταν, προκειµένου να εξαναγκαστεί κάποιος, το απειλούµενο κακό στρέφεται σ’ ένα µικρό παιδί ή σ’ έναν ανήµπορο ηλικιωµένο).
Τέλος, απειλή µπορεί να υφίσταται και χωρίς οπλοφορία ή οπλοχρησία. Αν ο δράστης χρησιµοποιήσει και τους δύο τρόπους τέλεσης, π.χ. αν πρώτα απειλήσει και στη συνέχεια ασκήσει σωµατική βία, δεν θα τιµωρηθεί για δύο, αλλά για µία ληστεία. Αυτό συµβαίνει επειδή η ληστεία ανήκει στα γνήσια πολύτροπα ή διαζευκτικώς µικτά ή υπαλλακτικώς µικτά εγκλήµατα. Στα εγκλήµατα αυτά τυποποιούνται περισσότεροι του ενός τρόποι τέλεσης, οι οποίοι µπορούν να εναλλαχθούν από το δράστη, µπορεί δηλαδή αυτός να χρησιµοποιήσει επιλεκτικά όποιον τρόπο θέλει ή να χρησιµοποιήσει διαδοχικά περισσότερους, ακόµη και όλους τους τρόπους, χωρίς να υπάρχει συρροή εγκληµάτων, αλλά ένα µόνο έγκληµα, πράγµα που σηµαίνει ότι ο δράστης θα τιµωρηθεί µόνο µία φορά για το έγκληµα που διέπραξε, έστω και µε περισσότερους τρόπους τέλεσης.
4. Μορφές ή είδη. Όπως έχουµε ήδη επισηµάνει, η ληστεία είναι σύνθετο έγκληµα, το οποίο αποτελείται από δύο επιµέρους τυποποιηµένα στον Ποινικό Κώδικα εγκλήµατα:
την κλοπή (άρθρο 372) και την παράνοµη βία (άρθρο 330). Ανάλογα λοιπόν µε το χρόνο εκδήλωσης των δύο αυτών εγκληµάτων στο πλαίσιο του συνδυασµού τους (ο οποίος συγκροτεί τη ληστεία), η ληστεία εµφανίζεται µε τρεις µορφές, που προκύπτουν από τη διατύπωση του άρθρου 380 ΠΚ και είναι οι εξής:
α) Η ληστεία µε στενή έννοια, στην οποία η παράνοµη βία (σωµατική βία ή απειλή) προηγείται (ή, έστω, συµπίπτει χρονικά µε την κλοπή) και ακολουθεί η κλοπή, που τελείται µε την αφαίρεση του πράγµατος από τον ίδιο το δράστη (άρθρο 380 παρ. 1 εδ. α΄ περ. πρώτη ΠΚ).
Παραδείγµατα: i)
Ο Α, βλέποντας κατά τις νυχτερινές ώρες σε ερηµικό προάστιο τον Β, που κρατούσε τσάντα µε χρήµατα, προσποιήθηκε ότι αναζητούσε κάποιο δρόµο και έτσι πλησίασε τον Β, για να τον ρωτήσει σχετικά. τη στιγµή που ο Β έδειχνε στον Α την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να αναζητήσει το δρόµο που τάχα ήθελε, ο Α τον χτύπησε αιφνιδιαστικά µε γροθιές στο
πρόσωπο, µε αποτέλεσµα ο Β να πέσει κάτω ζαλισµένος, οπότε ο Α του πήρε την τσάντα και έφυγε. ii) Ο Γ αφαίρεσε µε την απειλή όπλου από το ταµείο σούπερ µάρκετ τις εισπράξεις της ηµέρας. iii) Ο ∆, ρίχνοντας υπνωτική ουσία στον καφέ της Ε, την έφερε σε κατάσταση αναισθησίας και στη συνέχεια αφαίρεσε από το χέρι της το χρυσό ρολόι που φορούσε. iv) Ο Ζ προσπαθεί να αρπάξει από την Η την τσάντα της. η Η αντιστέκεται σφίγγοντας την τσάντα επάνω της, αλλά ο Ζ, υπερνικώντας µε τη δύναµή του τη µυική αντίσταση της Η, καταφέρνει τελικά να της αποσπάσει την τσάντα. v) Ο Θ κρύβεται πίσω από την πόρτα και, πριν τον αντιληφθεί ο Ι, τον χτυπάει µ’ ένα βάζο, τον ρίχνει κάτω αναίσθητο και του παίρνει τα χρήµατα που είχε στην τσέπη. vi) Ο Κ διέρρηξε το κατάστηµα του Λ, απ’ όπου πήρε ένα ψυγείο, αλλά την ώρα που το µετέφερε για να το τοποθετήσει στο αυτοκίνητό του που ήταν παρκαρισµένο έξω από το κατάστηµα, έγινε αντιληπτός από τον περαστικό Μ, ο οποίος προσπάθησε να τον εµποδίσει. τότε ο Κ επιτέθηκε κατά του Μ, τον τραυµάτισε µε χτυπήµατα, φόρτωσε το ψυγείο και έφυγε.
β) Η ληστρική εκβίαση, στην οποία προηγείται (και πάλι) η παράνοµη βία και ακολουθεί η κλοπή, αυτή όµως τελείται µε τον εξαναγκασµό του θύµατος σε παράδοση του πράγµατος στο δράστη (άρθρο 380 παρ. 1 εδ. α΄ περ. δεύτερη ΠΚ). Παραδείγµατα: i) Ο Α, µε το πρόσχηµα ότι είναι υπάλληλος του ΟΤΕ, µπήκε στο εξοχικό σπίτι του Β και, αφού διαπίστωσε ότι ο Β ήταν µόνος του και ανήµπορος, λόγω µεγάλης ηλικίας, να αντιδράσει, τον απείλησε µε µαχαίρι ότι θα τον σκοτώσει, αν δεν του παραδώσει όσα χρήµατα είχε στο σπίτι. ο Β τροµοκρατήθηκε και παρέδωσε όλα του τα χρήµατα στον Α. ii) Ο Γ µπήκε στο κοσµηµατοπωλείο του ∆, απαίτησε απ’ αυτόν να του παραδώσει χρήµατα και κοσµήµατα και, όταν ο ∆ αρνήθηκε να συµµορφωθεί, ο Γ τον τραυµάτισε µε ένα λοστό που είχε µαζί του, γεγονός που ανάγκασε τον ∆ να του δώσει αυτά που ζητούσε. iii) Ο Ε εξανάγκασε µε την απειλή όπλου τον ταµία της τράπεζας να βάλει τα χρήµατα του ταµείου σε µια σακούλα και να του την παραδώσει.
γ) Η ληστρική κλοπή, στην οποία προηγείται η κλοπή και ακολουθεί η παράνοµη βία για την υποστήριξή της (άρθρο 380 παρ. 3 ΠΚ). Παραδείγµατα: i) Ο Α διέρρηξε το σπίτι του Β και αφαίρεσε χρυσαφικά και χρήµατα, όµως τη στιγµή που έφευγε προκάλεσε θόρυβο και έτσι ο Β, που τον αντιλήφθηκε, προσπάθησε να τον σταµατήσει. αντιδρώντας ο Α, απείλησε µε περίστροφο τον Β ότι, αν κινηθεί ή φωνάξει, θα τον σκοτώσει, οπότε ο Β, που τροµοκρατήθηκε όταν είδε το όπλο, άφησε τον Α να φύγει µε τα κλοπιµαία.
ii) Ο Γ, εκµεταλλευόµενος την ολιγόλεπτη απουσία του ∆, ιδιοκτήτη εµπορικού καταστήµατος, που πήγε στο κοντινό περίπτερο για να αγοράσει τσιγάρα, µπήκε στο ανοιχτό κατάστηµα και άρπαξε από το ταµείο τα χρήµατα που υπήρχαν µέσα. την ώρα που έβγαινε από το κατάστηµα τον πρόλαβε ο ∆, ο οποίος επέστρεφε, και, καταλαβαίνοντας τι είχε συµβεί, είπε στον Γ να του δώσει πίσω τα χρήµατα, αλλά αυτός έβγαλε από το σακάκι του ένα αναισθητικό σπρέι, µε το οποίο εξουδετέρωσε τον ∆ και κατόρθωσε να διαφύγει
διατηρώντας επάνω του τα χρήµατα. iii) Ο Ε, όταν βλέπει ότι η Ζ, η οποία έχει µόλις σταθµεύσει το αυτοκίνητό της, χωρίς να το κλειδώσει και αφήνοντας µέσα σ’ αυτό την τσάντα της, κατευθύνεται στο διπλανό µανάβικο, ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου και αφαιρεί την τσάντα. τη στιγµή που ετοιµάζεται να αποµακρυνθεί τον προλαβαίνει η Ζ, η οποία προσπαθεί να του αποσπάσει την τσάντα, αυτός όµως µε δύο δυνατές γροθιές στο πρόσωπο της Ζ τη ρίχνει κάτω και εξαφανίζεται µαζί µε την τσάντα.
Η διατύπωση της παραγράφου 3 του άρθρου 380 ΠΚ οδηγεί στο συµπέρασµα ότι ληστρική κλοπή υπάρχει όταν ο δράστης χρησιµοποιεί την παράνοµη βία προκειµένου να διατηρήσει στην κατοχή του το κλοπιµαίο, πράγµα που σηµαίνει ότι η αφαίρεση (κλοπή) είναι ήδη ολοκληρωµένη, έχει δηλαδή συντελεστεί τόσο η αποµάκρυνση του πράγµατος από την κατοχή του παθόντος, όσο και η τοποθέτησή του στη σφαίρα κατοχής του δράστη. Σε αντίθετη περίπτωση, όπου ο δράστης ασκεί βία για να ολοκληρώσει την αφαίρεση, δεν έχουµε ληστρική κλοπή, αλλά απόπειρα ληστείας µε στενή έννοια. Αν, εξάλλου, ο δράστης ασκήσει τη βία για να αποφύγει τη σύλληψη και όχι για να διατηρήσει στην κατοχή του το κλοπιµαίο, πάλι δεν έχουµε ληστρική κλοπή, αλλά αληθινή πραγµατική συρροή µεταξύ κλοπής και παράνοµης βίας ή, ενδεχοµένως, άλλου εγκλήµατος κατά της προσωπικής ελευθερίας (π.χ. παράνοµης κατακράτησης) ή αντίστασης.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την περικοπή «καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω να κλέβει» και ειδικότερα τον όρο «επ’ αυτοφώρω», αυτός δεν έχει εδώ τη δικονοµική του σηµασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας (που αναφέρεται στη διαδικασία εκδίκασης κάποιων εγκληµάτων). εδώ η έννοιά του είναι πιο στενή και υποδηλώνει τη χρονική αµεσότητα µεταξύ της προηγηθείσας κλοπής (η οποία ολοκληρώθηκε τυπικά) και της βίας που ασκήθηκε στη συνέχεια.
5. Συνύπαρξη των τριών µορφών ληστείας. Υποθέτουµε ότι ο Α ασκεί βία κατά του Β για να τον εξαναγκάσει να του παραδώσει τα χρήµατά του. ∆ιαπιστώνει ότι ο Β δεν συµµορφώνεται και έτσι αφαιρεί ο ίδιος µε τη βία τα χρήµατα. Εκείνη την ώρα ο Γ συλλαµβάνει τον Α, ο οποίος ασκεί βία εναντίον του, για να διατηρήσει τα κλοπιµαία. Η πρώτη πράξη του Α συνιστά απόπειρα ληστρικής εκβίασης, η δεύτερη ληστεία µε στενή έννοια και η τρίτη ληστρική κλοπή. Θα τιµωρηθεί λοιπόν αυτός για τρεις ληστείες; Η απάντηση είναι ότι θα τιµωρηθεί για µία ληστεία, στην οποία συγχωνεύονται οι τρεις µορφές ληστείας που υπάρχουν εδώ. Αυτό συµβαίνει επειδή υπήρξε µεν τριπλή προσβολή, αυτή όµως αφορούσε την ίδια µονάδα εννόµου αγαθού και συγκεκριµένα την ιδιοκτησία του Β, οπότε οι τρεις αυτές προσβολές, που αντιστοιχούν στις τρεις µορφές ληστείας, δεν συρρέουν µεταξύ τους αληθινά, αλλά, όπως είπαµε, συγχωνεύονται σε µία ληστεία.
6. Οµοιότητα και διαφορά µεταξύ ληστείας και κλοπής. Η ληστεία µοιάζει µε την κλοπή στο ότι και στα δύο εγκλήµατα γίνεται αφαίρεση ξένου κινητού πράγµατος µε σκοπό την παράνοµη ιδιοποίησή του. Η διαφορά τους είναι ότι, ενώ στη ληστεία η αφαίρεση του πράγµατος γίνεται µε τη χρήση εξαναγκαστικών µέσων (σωµατικής βίας ή απειλής), αντίθετα στην κλοπή η αφαίρεση γίνεται χωρίς τη χρήση τέτοιων µέσων. Με άλλα λόγια: η ληστεία
(άρθρο 380 ΠΚ) είναι, όπως έχουµε πει, σύνθετο έγκληµα, που αποτελείται από δύο επιµέρους αξιόποινες πράξεις και συγκεκριµένα την αφαίρεση ξένου κινητού πράγµατος µε σκοπό την παράνοµη ιδιοποίησή του (κλοπή: άρθρο 372 ΠΚ) και τη χρήση σωµατικής βίας ή απειλής (παράνοµη βία: άρθρο 330 ΠΚ). αντίθετα, η κλοπή είναι απλό έγκληµα, αφού συνίσταται σε µία µόνο αξιόποινη πράξη (αφαίρεση ξένου κινητού πράγµατος µε σκοπό την παράνοµη ιδιοποίησή του). Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος της διαφορετικής ποινικής µεταχείρισης των δύο εγκληµάτων: η ληστεία είναι κακούργηµα που (στις βασικές του µορφές) τιµωρείται µε πρόσκαιρη κάθειρξη (5–20 ετών), ενώ η κλοπή (στη βασική της µορφή) είναι πληµµέληµα που τιµωρείται µε φυλάκιση (3 µηνών – 5 ετών).
7. Οµοιότητα και διαφορά µεταξύ ληστείας και παράνοµης βίας. Η οµοιότητα µεταξύ των δύο αυτών εγκληµάτων (άρθρα 380 και 330 ΠΚ, αντίστοιχα) είναι ότι και στα δύο ο δράστης χρησιµοποιεί εξαναγκαστικά µέσα (σωµατική βία ή απειλές ενωµένες µε επικείµενο κίνδυνο σώµατος ή ζωής στο ένα, σωµατική βία ή απειλή σωµατικής βίας ή άλλης παράνοµης πράξης ή παράλειψης στο άλλο). Η διαφορά τους είναι ότι, ενώ στη ληστεία ο δράστης χρησιµοποιεί εξαναγκαστικά µέσα µε σκοπό να αφαιρέσει ξένο κινητό πράγµα και να το ιδιοποιηθεί παράνοµα, αντίθετα στην παράνοµη βία δεν υπάρχει τέτοιος σκοπός. εκεί ο δράστης δεν προσβάλλει την ιδιοκτησία και την προσωπική ελευθερία (όπως στη ληστεία), αλλά αποκλειστικά την προσωπική ελευθερία, εξαναγκάζοντας το θύµα να πράξει ή να παραλείψει ή να ανεχθεί κάτι, για το οποίο δεν έχει καµιά υποχρέωση (π.χ. εξαναγκασµός γυναίκας να υποβληθεί σε εξέταση για διαπίστωση εγκυµοσύνης – εξαναγκασµός του θύµατος να µη τελέσει γάµο και να διαλύσει τη µνηστεία – απειλή διακοπής της συµβίωσης µε τη σύζυγο, αν αυτή δεν ανεχθεί ασέλγεια παρά φύση). Πρόκειται λοιπόν για εγκλήµατα διαφορετικής βαρύτητας, µε αποτέλεσµα η µεν ληστεία να χαρακτηρίζεται, όπως είπαµε παραπάνω, ως κακούργηµα τιµωρούµενο (στις βασικές του µορφές) µε πρόσκαιρη κάθειρξη 5 έως 20 ετών, η δε παράνοµη βία ως πληµµέληµα τιµωρούµενο µε φυλάκιση 10 ηµερών έως 2 ετών.
Β. Οι διακεκριµένες µορφές της ληστείας
Οι τρεις µορφές ληστείας που είδαµε παραπάνω είναι οι βασικές µορφές αυτού του εγκλήµατος, όπου η απειλούµενη ποινή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη (5–20 ετών). Υπάρχουν όµως και τέσσερις διακεκριµένες µορφές, οι οποίες προβλέπονται από το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 (η πρώτη) και από την παράγραφο 2 του άρθρου 380 ΠΚ (οι άλλες τρεις) και, φυσικά, τιµωρούνται µε αυστηρότερες ποινές. Η πρώτη διακεκριµένη µορφή είναι σχετικά ή απλά διακεκριµένη ληστεία, ενώ οι υπόλοιπες τρεις είναι απόλυτα ή ιδιαίτερα διακεκριµένες ληστείες. Ειδικότερα:
1. Η σχετικά ή απλά διακεκριµένη ληστεία. Σύµφωνα µε το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 380 ΠΚ, η ληστεία (οποιασδήποτε βασικής µορφής) τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών (10–20 χρόνια), αν ο δράστης ενήργησε µε καλυµµένα ή αλλοιωµένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Πρόκειται για εξαιρετικά συνηθισµένη περίπτωση, που τη συναντάµε σε ληστείες τραπεζών, χρηµαταποστολών, σούπερ µάρκετ κλπ. Η αυστηρότερη αντιµετώπιση του δράστη που ενεργεί µε κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του θεσµοθετήθηκε µε το νόµο 3772/2009 και αφορά όχι µόνο τη ληστεία, αλλά και αρκετά ακόµη εγκλήµατα, όπως π.χ. η διατάραξη της κοινής ειρήνης (άρθρο 189 ΠΚ), η απρόκλητη σωµατική βλάβη (άρθρο 308Α ΠΚ), η βαριά σωµατική βλάβη (άρθρο 310 ΠΚ), η διακεκριµένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 382 ΠΚ) κλπ.
2. Οι απόλυτα ή ιδιαίτερα διακεκριµένες ληστείες. Αυτές προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 380 ΠΚ, τιµωρούνται µε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και είναι οι εξής:
α) Η ληστεία από την οποία προήλθε ο θάνατος προσώπου. Σ’ αυτή την περίπτωση ο νόµος τυποποιεί έγκληµα εκ του αποτελέσµατος χαρακτηριζόµενο ή διακρινόµενο (βάσει του άρθρου 29 ΠΚ), που συγκροτείται από το βασικό έγκληµα της ληστείας (άρθρο 380 παρ. 1 ή 3 ΠΚ), ως έγκληµα δόλου, και από το έγκληµα της ανθρωποκτονίας από αµέλεια (άρθρο 302 ΠΚ). Το επιβαρυντικό δηλαδή αποτέλεσµα θα πρέπει να µπορεί να αποδοθεί στην αµέλεια του δράστη, γιατί διαφορετικά η ευθύνη του περιορίζεται σε µια από τις βασικές µορφές της ληστείας. Από την άλλη όµως µεριά, αν ο δράστης ενήργησε µε δόλο (έστω και ενδεχόµενο), τότε υπάρχει αληθινή συρροή µεταξύ ληστείας (άρθρο 380 παρ. 1 ή 3 ΠΚ) και ανθρωποκτονίας µε πρόθεση (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ). Το περαιτέρω αποτέλεσµα του θανάτου του θύµατος ή άλλου προσώπου (εκτός, βεβαίως, του ίδιου του δράστη ή του τυχόν συνεργού ή συναυτουργού του) οφείλεται όχι στην αφαίρεση του ξένου πράγµατος, αλλά στην άσκηση της παράνοµης βίας, όπως π.χ. συµβαίνει όταν το όπλο µε το οποίο ο δράστης απειλεί το θύµα εκπυρσοκροτεί και σκοτώνει το θύµα ή όταν το θύµα τροµοκρατείται σε τέτοιο βαθµό από την απειλή ώστε παθαίνει ανακοπή και πεθαίνει ή όταν ο δράστης σφίγγει υπερβολικά το λαιµό του θύµατος για να αφαιρέσει τη χρυσή του καδένα και αυτό πεθαίνει από ασφυξία λόγω της απόφραξης των αναπνευστικών του οδών.
Σε περίπτωση, τέλος, ληστείας κατά συναυτουργία, για να υπάρχει συναυτουργία και στην παρούσα διακεκριµένη µορφή, το αποτέλεσµα του θανάτου θα πρέπει να αποδίδεται στην αµέλεια του κάθε συναυτουργού. µπορεί λοιπόν για τον ένα συναυτουργό που χρησιµοποίησε βία η ληστεία να είναι διακεκριµένη, αν από τη βίαιη πράξη του προκλήθηκε ο θάνατος προσώπου, ενώ για τον άλλον που έκανε την αφαίρεση να µην είναι, αν το αποτέλεσµα δεν µπορεί να αποδοθεί και σε δική του αµέλεια.
β) Η ληστεία από την οποία προήλθε η βαριά σωµατική βλάβη προσώπου. Πρόκειται και εδώ για έγκληµα εκ του αποτελέσµατος χαρακτηριζόµενο ή διακρινόµενο, όπου ο δράστης έχει δόλο για την κύρια πράξη (ληστεία: άρθρο 380 παρ. 1 ή 3 ΠΚ) και αµέλεια για το περαιτέρω βαρύτερο αποτέλεσµα (σωµατική βλάβη: άρθρο 314 ΠΚ). Όσα είπαµε αµέσως παραπάνω για το θάνατο προσώπου ισχύουν αναλογικά και στην παρούσα διακεκριµένη µορφή ληστείας.
γ) Η ληστεία που τελέστηκε µε ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου. Ο όρος «ιδιαίτερη σκληρότητα» υποδηλώνει υποκειµενικά την απουσία ανθρώπινων συναισθηµάτων
από το δράστη και αντικειµενικά έναν επώδυνο και βάναυσο για το θύµα τρόπο άσκησης της παράνοµης βίας. π.χ. ο δράστης βασανίζει χωρίς έλεος το θύµα ή το παιδί του θύµατος, προκειµένου να του αποκαλύψει το σηµείο όπου έχει κρυµµένες τις οικονοµίες του. Η ιδιαίτερη σκληρότητα αφορά είτε τη σωµατική βία, οπότε συνδέεται συνήθως µε επικίνδυνη ή βαριά σωµατική βλάβη, είτε την απειλή, όπου π.χ. ο δράστης προκαλεί στο θύµα έντονο και συνεχή τρόµο.
Γ. Η ποινική δίωξη της ληστείας
Σε όλες τις µορφές της, βασικές και διακεκριµένες, η ληστεία διώκεται αυτεπαγγέλτως. Αυτό ισχύει ακόµη και όταν το αντικείµενο της ληστείας είναι πράγµα ευτελούς αξίας ή όταν πρόκειται για ληστεία µεταξύ συγγενών, αφού στις περιπτώσεις αυτές η κατ’ έγκληση δίωξη προβλέπεται µόνο αν πρόκειται για κλοπή (ή υπεξαίρεση), σύµφωνα µε τα άρθρα 377 και 378 ΠΚ, αντίστοιχα.
∆. Η έµπρακτη µετάνοια και η ποινική συνδιαλλαγή στη ληστεία
Η έµπρακτη µετάνοια του δράστη ως λόγος (αιτία) εξάλειψης του αξιοποίνου, καθώς και ο θεσµός της ποινικής συνδιαλλαγής, δεν µπορούν να λειτουργήσουν στη ληστεία, και τούτο επειδή το άρθρο 384 ΠΚ εξαιρεί τη ληστεία από τη σχετική ρύθµιση, για προφανείς λόγους που αναφέρονται στη χρήση βίας εκ µέρους του δράστη στο έγκληµα αυτό. Από
κει και πέρα όµως, εφόσον ο δράστης αποδώσει το πράγµα ή ικανοποιήσει τον ζηµιωθέντα κατά τους όρους του άρθρου 384 ΠΚ, η συµπεριφορά του αυτή αξιολογείται από το δικαστήριο ως ειλικρινής µετάνοια, δηλαδή ως ελαφρυντική περίσταση (άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ΄ ΠΚ), που οδηγεί στη µείωση της ποινής του σύµφωνα µε το µέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 ΠΚ. ]
[Ενδεικτική βιβλιογραφία: Άλκη Καραγιαννόπουλου, Ποινικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, νέα βελτιωµένη έκδοση, 2002, σ. 125 επ. – Αλέξανδρου Κωστάρα, Εγχειρίδιο Ποινικού ∆ικαίου,
Βασικές γνώσεις Γενικού και Ειδικού Μέρους, 2011, σ. 467 επ. – Ιωάννη Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόµων αγαθών, 1973, σ. 121 – του ίδιου, Ερµηνεία κατ’ άρθρο των όρων του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, 1996, σ. 142 – του ίδιου, Ποινικό ∆ίκαιο, Γενική θεωρία, νέα έκδοση, 2004, α.π. 370, 376, 434, 437, 444, 727, 839, 850 – Ι. Μανωλεδάκη-Ν. Μπιτζιλέκη, Εγκλήµατα κατά της ιδιοκτησίας (άρθρα 372-384α ΠΚ), 12η έκδοση, 2004, σ. 153 επ. – Παναγιώτη Ραφτόπουλου, Ποινικό ∆ίκαιο, Γενικό και Ειδικό Μέρος (θεωρία και πράξη), νέα έκδοση, 2001, σ. 831 επ. – Πασχάλη Συριτούδη, Το Ποινικό ∆ίκαιο στην αστυνοµική πρακτική, Ειδικό Μέρος Ποινικού Κώδικα, 2008, σ. 437 επ.
* Πανεπιστηµιακός (Τοµέας Ποινικών και Εγκληµατολογικών Επιστηµών Νοµικής ΑΠΘ)
Καθηγητής του Ποινικού ∆ικαίου στο Τ∆Α Νάουσας και του Ποινικού και του ΣΠ∆ της Σχολής Υπαξιωµατικών ∆ιοικητικών της Π.Α. (Αεροδρόµιο Σέδες, Θεσσαλονίκη)