Η Μάχη της Κρήτης
Μάχη της Κρήτης (Γερμανικά Luftlandeschlacht um Kreta, Unternehmen “Merkur”) ονομάζεται η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεραπόβαση των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου. Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά τη διάρκεια του πόλεμου.
Σήμερα, η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος. Η μάχη θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς, λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που πρόβαλλαν εναντίον των αριθμητικά ανώτερων Γερμανών και του μεγάλου τιμήματος που είχε η επίθεση, και η επακόλουθη κατοχή, στον πληθυσμό του νησιού.
Η Κρήτη βρισκόταν στα σχέδια των Βρετανών από τα πρώτα στάδια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Απρίλιο του 1940 οι Αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων εξέτασαν το ενδεχόμενο κατάληψης της νήσου σε περίπτωση εισόδου στον πόλεμο της Ιταλίας, η οποία έως τότε κρατούσε ουδέτερη στάση. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους με την διαφαινόμενη κατάρρευση της Γαλλίας, συμμάχου του Ηνωμένου Βασιλείου, και την είσοδο τελικά της Ιταλίας στον πόλεμο, οι Βρετανοί έθεσαν ως στρατηγικούς στόχους στην ανατολική Μεσόγειο να μην πέσει η Κρήτη στα χέρια των Ιταλών και να εξουδετερωθούν οι ιταλικές δυνάμεις στα Δωδεκάνησα. Παράλληλα εξασφάλισαν τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης να καταλάβουν την Κρήτη και τη Μήλο σε περίπτωση που η Ελλάδα δεχόταν επίθεση από την Ιταλία. Οι Γερμανοί είχαν επίσης επισημάνει αρκετά νωρίς τη σπουδαιότητα της γεωγραφικής θέσης της Κρήτης. Στις 25 Οκτωβρίου 1940 ο αντιστράτηγος Φραντς Χάλντερ, αρχηγός του γενικού επιτελείου του στρατού ξηράς, ανέφερε ότι η κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο εξαρτιόταν από την κατάληψη της Κρήτης και ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό θα ήταν η εισβολή από αέρος, ενώ ο Άλφρεντ Γιοντλ, αρχηγός του επιτελείου επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης Ενόπλων Δυνάμεων, είχε προτείνει την κατάληψή της από τους Ιταλούς, ώστε να μην πέσει στα χέρια των Βρετανών. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στη Φλωρεντία, ο Χίτλερπρόσφερε στον Μουσολίνι μια αερομεταφερόμενη μεραρχία και μια μεραρχία αλεξιπτωτιστών για αυτόν τον σκοπό.
Όταν άρχισε η ένταση με την Ιταλία, αρκετούς μήνες πριν την ιταλική εισβολή, η ελληνική κυβέρνηση εκπόνησε αμυντικά σχέδια και έλαβε μέτρα για την απόκρουση ενδεχόμενης ιταλικής επίθεσης στο νησί. Η άμυνα της Κρήτης ήταν έργο της 5ης Μεραρχίας Πεζικού, της Μεραρχίας Κρητών, δύναμης 22.000 ανδρών. Αποτελούνταν από 3 συντάγματα πεζικού, το 14ο, το 43ο και το 44ο που βρίσκονταν στα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο, καθώς και το 5ο Σύνταγμα Πυροβολικού που ήταν εγκατεστημένο στον όρμο της Σούδας. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, η ελληνική κυβέρνηση κάλεσε τους Βρετανούς να αναλάβουν την άμυνα της Κρήτης και μετέφερε την 5η Μεραρχία στο μέτωπο της Ηπείρου, με εξαίρεση κάποιες μονάδες του εφοδιασμού και τη Χωροφυλακή.
Η άμυνα της Κρήτης πέρασε στην ευθύνη του βρετανικού Αρχηγείου της Μέσης Ανατολής, με έδρα το Κάιρο και επικεφαλής τον στρατηγό Άρτσιμπαλντ Ουέηβελ. Ωστόσο η Κρήτη αποτελούσε χαμηλή προτεραιότητα για τους Βρετανούς στρατιωτικούς. Το φθινόπωρο του 1940 ήταν ακόμα ανοικτό το ενδεχόμενο γερμανικής εισβολής στο νησί τους και είχαν να αντιμετωπίσουν τους γερμανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τον υποβρυχιακό πόλεμο στον Ατλαντικό Ωκεανό. Το Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, που πολεμούσε εναντίον των Ιταλών στη Λιβύη και την Ανατολική Αφρική, ήταν επιφορτισμένο με την άμυνα ενός εκτεταμένου μετώπου που περιλάμβανε την Αίγυπτο, το Σουδάν, την Παλαιστίνη, την Υπεριορδανία, την Κύπρο, τη Βρετανική Σομαλιλάνδη, το Άντεν, το Ιράν και την περιοχή του Περσικού Κόλπου. Ο ανεφοδιασμός του γινόταν με νηοπομπές που έκαναν τον περίπλου της Αφρικής και διαρκούσαν 6 εβδομάδες. Ο Ουέηβελ δεν μπορούσε να αναπτύξει νοτιοαφρικανικά στρατεύματα παρά μόνο στο μέτωπο της Ανατολικής Αφρικής, ενώ για τη χρησιμοποίηση νεοζηλανδικών και αυστραλιανών μονάδων χρειαζόταν την έγκριση των κυβερνήσεων των χωρών αυτών. Αντίστοιχα μεγάλες ελλείψεις εξοπλισμού και εφοδιασμού υπήρχαν στην αεροπορία και το ναυτικό. Στις 29 Οκτωβρίου 1940 ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, σε σύσκεψη επιτελών στο Λονδίνο, ζήτησε να σταλούν στην Κρήτη 2 ταξιαρχίες, να κατασκευαστούν αεροδρόμια και να μετατραπεί ο όρμος της Σούδας σε βάση ανεφοδιασμού του βρετανικού στόλου της Μεσογείου.
Οι πρώτες δυνάμεις που στάλθηκαν στο νησί ήταν, στις 31 Οκτωβρίου, ένα τάγμα πεζικού στον κόλπο της Σούδας και ακόμη 2.500 άνδρες που αφίχθησαν στις 6 Νοεμβρίου, εξοπλισμένοι με αντιαεροπορικά πυροβόλα. Πρώτος διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Κρήτη ήταν ο ταξίαρχος Ορντ Τίντμπουρι.
Οι Γερμανοί, αφού πραγματοποίησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, 6-30 Απριλίου 1941 το κύριο μέρος της αποστολής τους, δηλαδή την κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδας, άρχισαν αμέσως και προπαρασκευάζονται για την κατάκτηση της Κρήτης. Η εισβολή των Γερμανών έπρεπε να πραγματοποιηθεί σύντομα και κατά τρόπο κεραυνοβόλο, για να συνεχίσουν τα κατακτητικά τους σχέδια προς Ρωσία, Μάλτα και Κύπρο . Την πρόταση για εισβολή από αέρος στην Κρήτη έκανε, στον αρχηγό της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, Χέρμαν Γκαίρινγκ, ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, δημιουργός της μεραρχίας αλεξιπτωτιστών και διοικητής του 11ου Αεροπορικού Σώματος. Οι δυό τους επισκέφτηκαν τον Χίτλερ στις 21 Απριλίου 1941, ο οποίος εξέφρασε επιφυλάξεις προβλέποντας μεγάλες απώλειες και προτείνοντας τη χρησιμοποίηση των αλεξιπτωτιστών για την κατάκτηση της Μάλτας. Ωστόσο έδωσε την έγκρισή του για την επιχείρηση, που ονομάστηκε Ερμής, εκδίδοντας την υπ’ αριθμό 28 Διαταγή γενικών Επιχειρήσεων, στις 25 Απριλίου 1941.[. Η διοίκησή της ανατέθηκε στον Γκαίρινγκ, ο σχεδιασμός και η διεξαγωγή της στον πτέραρχο Αλεξάντερ Λερ, διοικητή του 4ου Αεροπορικού Στόλου. Ο 4ος Αεροπορικός Στόλος περιλάμβανε το 11ο και το 8ο Αεροπορικό Σώμα. Το 11ο Αεροπορικό Σώμα αποτελούνταν από τις μονάδες που θα πολεμούσαν στο έδαφος, την 7η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών και την 22η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία. Το 8ο Αεροπορικό Σώμα περιλάμβανε 550 βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αεροσκάφη. Επίσης, είχε στη διάθεσή του δέκα σμηναρχίες μεταγωγικών αεροσκαφών από τις οποίες οι εννέα θα μετέφεραν τους αλεξιπτωτιστές και μία θα ρυμουλκούσε ανεμοπλάνα των μονάδων εφόδου. Η επιχείρηση Ερμής ήταν η πρώτη αποστολή που επρόκειτο να φέρει σε πέρας μόνη της η πολεμική αεροπορία.
Κατά τον σχεδιασμό της επιχείρησης είχαν εκπονηθεί δυο σενάρια. Το πρώτο, το οποίο υποστηριζόταν από τον Λερ, προέβλεπε την απόβαση μόνο στο δυτικό μέρος του νησιού, από το αεροδρόμιο του Μάλεμε έως τα Χανιά, ενώ στη συνέχεια θα γινόταν προώθηση προς τα ανατολικά. Το σενάριο αυτό εξασφάλιζε τη συγκέντρωση δυνάμεων σε ένα μόνο σημείο και κατά συνέπεια γερμανική κυριαρχία τόσο στο έδαφος όσο και στον αέρα. Τα μειονεκτήματά του ήταν ότι παρατεινόταν η διάρκεια της επιχείρησης, τα στρατεύματα θα έπρεπε να ανεφοδιάζονται από αέρος, άφηνε τα άλλα δυο αεροδρόμια της Κρήτης στη διάθεση των αντιπάλων, ενώ ήταν αμφίβολη η δυνατότητα του διαδρόμου προσγείωσης στο Μάλεμε να εξυπηρετήσει τόσο μεγάλη κίνηση. Το δεύτερο σενάριο, το οποίο υποστηριζόταν από τον Στούντεντ, προέβλεπε την ταυτόχρονη επίθεση σε επτά σημεία, με σκοπό να πέσουν αμέσως στα χέρια των αλεξιπτωτιστών οι μεγάλες πόλεις και τα αεροδρόμια. Αυτό όμως θα είχε ως συνέπεια τη διάσπαση την λιγοστών γερμανικών δυνάμεων και θα καθιστούσε ευχερή την εξόντωσή τους. Ο Στούντεντ επιθυμούσε επίσης να μην υπάρξουν προπαρασκευστικοί βομβαρδισμοί ώστε να αιφνιδιαστούν οι αμυνόμενοι. Στο παράτολμο αυτό σχέδιο ήταν αντίθετος ο διοικητής του 8ου Αεροπορικού Σώματος, Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν, καθώς το Σώμα του δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει επαρκώς τις επίγειες δυνάμεις. Ο ίδιος επιθυμούσε να προηγηθεί της απόβασης τετραήμερος αεροπορικός βομβαρδισμός με σκοπό την καταστροφή των εχθρικών αεροσκαφών, πλοίων, αντιαεροπορικών πυροβόλων και του επικοινωνιακού δικτύου.
Τελικά αποφασίστηκε η πραγματοποίηση επίθεσης σε τέσσερα σημεία, στο Μάλεμε, τα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Η επίθεση θα γινόταν σε δύο κύματα, καθώς δεν επαρκούσαν τα μεταγωγικά αεροσκάφη για ταυτόχρονη επίθεση. Το πρώτο κύμα θα εξαπολυόταν στις 07:15 το πρωί και αποτελούνταν από δύο ομάδες. Η ομάδα Κομήτης θα έπρεπε να καταλάβει τον διάδρομο προσγείωσης του Μάλεμε και να τον διατηρήσει ανοικτό ώστε να είναι δυνατή η προσγείωση γερμανικών αεροσκαφών. Το πρώτο κλιμάκιο της ομάδας Άρης θα καταλάμβανε την πόλη των Χανίων και το λιμάνι της Σούδας. Το δεύτερο κύμα θα εξαπολυόταν στις 15:15 το απόγευμα, αποτελούμενο επίσης από δύο ομάδες. Το δεύτερο κλιμάκιο της ομάδας Άρης θα καταλάμβανε το Ρέθυμνο και τον διάδρομο προσγείωσης της περιοχής. Τέλος η ομάδα Ωρίων θα καταλάμβανε την πόλη και το αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Την κατάληψη του τελευταίου θα ακολουθούσε προσγείωση αερομεταφερόμενων μονάδων οι οποίες μαζί με τους αλεξιπτωτιστές θα κινούνταν προς τα Χανιά και θα κύκλωναν το σύνολο των αμυνόμενων. Το 8ο Αεροπορικό Σώμα θα παρείχε, τελικά, αεροπορική υποστήριξη στην επιχείρηση.[16] Την δεύτερη μέρα της επιχείρησης, δύο στολίσκοι αποτελούμενοι από επιταγμένα πλοία, εξήντα τρία μηχανοκίνητα καΐκια και επτά μικρά φορτηγά, θα απέπλεαν από τα Μέγαρα και τη Χαλκίδα μεταφέροντας ενισχύσεις, εφόδια και υποζύγια. Ο πρώτος στολίσκος θα είχε προορισμό τον κόλπο της Σούδας ή τα Χανιά και ο δεύτερος το Ηράκλειο. Μετά την κατάληψη του Ηρακλείου, θα αναχωρούσε από τον Πειραιά ένας τρίτος στολίσκος από μεγαλύτερα ακτοπλοϊκά σκάφη που θα μετέφερε ελαφρά τεθωρακισμένα και μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς. Για την προστασία των στολίσκων, το ιταλικό πολεμικό ναυτικό διέθεσε δύο παλαιές τορπιλακάτους. Το σχέδιο μεταφοράς από τη θάλασσα είχε προστεθεί, ως ασφαλιστική δικλίδα, κατόπιν επιμονής του Χίτλερ.
Η προετοιμασία της επιχείρησης Ερμής συνάντησε πολλές οργανωτικές δυσκολίες που οφείλονταν στο φτωχό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο των Βαλκανίων καθώς και στον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο προετοιμασίας, λόγω της επερχόμενης γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Ο 4ος Αεροπορικός Στόλος είχε ήδη μεταφέρει προς ανατολάς μεγάλο τμήμα του προσωπικού εδάφους, των πυρομαχικών και των αεροσκαφών του. Η 22η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία βρισκόταν στη Ρουμανία, ήταν αδύνατον να μεταφερθεί εγκαίρως στην Ελλάδα. Αντικαταστάθηκε από την 5η Ορεινή Μεραρχία η οποία είχε πάρει μέρος στην κατάληψη της Ελλάδας και στρατοπέδευε στη Χαλκίδα. Εξαιτίας των σοβαρών απωλειών της στις μάχες στη στενωπό του Ρούπελ, η 5η Ορεινή Μεραρχία ενισχύθηκε με ένα τμήμα ορεινού συντάγματος από άλλη μεραρχία.[19] Για τον εφοδιασμό με καύσιμα των μεταγωγικών αεροσκαφών έπρεπε να μεταφερθούν από την Ιταλία, με δύο ατμόπλοια, 12.000 τόνοι καυσίμων. Καθώς, για λόγους ασφαλείας, έπρεπε να διέλθουν από τη διώρυγα της Κορίνθου, κλήθηκαν βατραχάνθρωποι του πολεμικού ναυτικού από το Κίελο, για την καθαρίσουν. Η καθυστέρηση αυτή οδήγησε στη μετάθεση της έναρξης της επιχείρησης Ερμής από τις 17 στις 20 Μαΐου. Για την εξυπηρέτηση ενός τόσο μεγάλου αριθμού αεροσκαφών, οι Γερμανοί, μέσα σε λίγες εβδομάδες είχαν καθαρίσει, επεκτείνει και κατασκευάσει εκ νέου διαδρόμους απογείωσης, χρησιμοποιώντας ανηλεώς καταναγκαστική εργασία πολιτών.
Ο ιταλικός στρατός αρχικά απωθήθηκε από τους Έλληνες, στην συνέχεια όμως η γερμανική επέμβαση ανέτρεψε τα δεδομένα. Μετά την επιτυχή γερμανική εισβολή, το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, με τη συνδρομή οποιουδήποτε πλωτού μέσου ήταν διαθέσιμο στα ελληνικά λιμάνια εκείνη τη στιγμή, απομάκρυνε 57.000 συμμάχους στρατιώτες από την ηπειρωτική Ελλάδα. Από αυτούς, αρκετοί κατέληξαν στην Κρήτη, όπου ενίσχυσαν την υπάρχουσα στρατιωτική δύναμη των 14.000 ανδρών.
Στην πραγματικότητα, στην αρχή της μάχης οι Σύμμαχοι είχαν το πλεονέκτημα της αριθμητικής ανωτερότητας και της ναυτικής υπεροχής. Οι Γερμανοί είχαν αεροπορική υπεροχή και μεγαλύτερη κινητικότητα, κάτι που τους επέτρεπε να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους πιο αποτελεσματικά.
Συμμαχικές Δυνάμεις
Τον Μάιο του 1941 η άμυνα αποτελείτο από περίπου 11.551 Έλληνες: τρία τάγματα της V Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, (τα οποία είχαν μείνει πίσω όταν η υπόλοιπη μονάδα είχε μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την ιταλική εισβολή), την Κρητική Χωροφυλακή με 2.500 άνδρες, τη Φρουρά Ηρακλείου (τάγμα άμυνας που αποτελούνταν κυρίως από προσωπικό για μεταφορές και διοικητική μέριμνα) και υπολείμματα της 12ης και 20ης μεραρχιών ελληνικού στρατού ( που είχαν καταφύγει στην Κρήτη και είχαν οργανωθεί υπό βρετανική διοίκηση).
Υπήρχαν, ακόμη, μαθητές της Σχολής Οπλιτών Χωροφυλακής, οι μαθητές της Σχολής Ευελπίδων, τμήμα Οπλιτών της Αεροπορίας και οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων που είχαν καταφύγει στο νησί, μέσω Πελοποννήσου. Αυτές οι δυνάμεις ήταν ήδη οργανωμένες σε ισάριθμα συντάγματα εκπαιδευομένων νεοσυλλέκτων και αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η υπάρχουσα διαμόρφωση για την οργάνωση των ελληνικών μονάδων, ενισχύοντάς τες με έμπειρους άνδρες που έφθαναν από την ηπειρωτική χώρα.
Τα στρατεύματα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αποτελούνταν από την αρχική βρετανική φρουρά και 25.000 ακόμα στρατιώτες που είχαν διαφύγει από την ηπειρωτική χώρα[εκκρεμεί παραπομπή]. Αυτοί ήταν ένα μίγμα από ακέραιες μονάδες κάτω από την κανονική τους διοίκηση και μονάδες συγκροτημένες επί τόπου από στρατιώτες κάθε όπλου, εθνικότητας και ειδικότητας. Οι περισσότεροι από αυτούς διέφυγαν από την ηπειρωτική Ελλάδα με τον ατομικό τους μόνον εξοπλισμό, μερικοί χωρίς καν αυτόν.
Οι μονάδες που υπεράσπιζαν το νησί ήταν η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία (εκτός από την 6η ταξιαρχία και την διοίκηση του τμήματος, που είχε σταλεί στην Αίγυπτο), η αυστραλιανή 19η ταξιαρχία και η βρετανική 14η ταξιαρχία πεζικού. Στη Νεοζηλανδική Μεραρχία, δίπλα στα εννέα της τάγματα, εντάχθηκαν τά 1ο, 2ο, 6ο και 8ο Ελληνικά Συντάγματα και το Έμπεδο Χανίων, στη 19η Αυστραλιανή Ταξιαρχία με τα δύο της τάγματα εντάχθηκαν τα 4ο, 5ο Συντάγματα του Ελληνικού Στρατού, τό Έμπεδο Ρεθύμνου και τό Τάγμα Οπλιτών της Σχολής Χωροφυλακής.Τέλος στα 3 Βρετανικά, ένα Αυστραλιανό καί ένα Σκωτσέζικο τάγματα της 14ης Βρετανικής Ταξιαρχίας εντάχθηκαν τα 3ο και 7ο Συντάγματα του Ελληνικού Στρατού και το Έμπεδο Ηρακλείου.
Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν στη διάθεσή τους 16 άρματα μάχης τύπου Cruiser Mk I. Υπήρχαν ακόμα περίπου 20 μοίρες με πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων, κυρίως βαρέα, πεδινά και αντιαεροπορικά. Πολλά από τά πεδινά ήταν ιταλικά που είχαν περιέλθει σε ελληνικά χέρια και δεν διέθεταν στόχαστρα βομβαρδισμού. Γενικά, οι αμυνόμενοι μειονεκτούσαν σοβαρά σε θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω από τις απαραίτητες ποσότητες, ενώ δεν υπήρχε καθόλου συμμαχική αεροπορία.
Στις 30 Απριλίου, ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διορίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη.
Η κατοχή του νησιού παρείχε στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό άριστα λιμάνια για την ανατολική Μεσόγειο. Με βάση τη Σούδα δρούσαν δύο στόλοι: Ένας με δύο καταδρομικά και 4 αντιτορπιλλικά για να απαγορεύσει αποβάσεις στην Κρήτη από τη θάλασσα και ένας με δύο θωρηκτά και οκτώ καταδρομικά με αποστολή την προστασία του νησιού από τον Ιταλικό Στόλο. Από την Κρήτη, η συμμαχική αεροπορία μπορούσε να βομβαρδίσει τις πετρελαιοπηγές του Πλοϊέστι στη Ρουμανία. Επιπλέον, με την Κρήτη σε συμμαχικά χέρια, η νότιο-ανατολική θέση των δυνάμεων του Άξονα δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής, κάτι που θα ήταν ζωτικής σημασίας πριν ξεκινήσει η επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, δηλαδή η εισβολή στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου 1941. Οι Γερμανοί πραγματοποίησαν επιχειρήσεις με συνεχείς βομβαρδισμούς του νησιού, κάτι που τελικά ανάγκασε τη βρετανική Βασιλική Αεροπορία να μεταφέρει τα αεροσκάφη της στην Αλεξάνδρεια, δίνοντας έτσι στη Γερμανική Αεροπορία (Luftwaffe) την αεροπορική υπεροχή. Παρόλα αυτά το νησί παρέμενε απειλή και θα έπρεπε τελικά να κατακτηθεί.
Δυνάμεις του Άξονα
Στις 25 Απριλίου, ο Αδόλφος Χίτλερ υπέγραψε την Διαταγή του υπ’ αριθμ. 28, διατάζοντας έτσι την εισβολή στην Κρήτη. Οι δυνάμεις του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού από την Αλεξάνδρεια διατηρούσαν τον έλεγχο του υδάτινου χώρου γύρω από την Κρήτη. Έτσι η έκβαση κάθε αμφίβιας επίθεσης θα αποφασιζόταν από μία μάχης αεροναυτικής φύσης, κάνοντας τη ένα ριψοκίνδυνο τόλμημα, στην καλύτερη περίπτωση. Έτσι, λόγω της γερμανικής υπεροχής από αέρος, αποφασίστηκε εισβολή από αέρος.
Αυτή θα ήταν η πρώτη πραγματική μεγάλης κλίμακας αεροπορική εισβολή, παρόλο που οι Γερμανοί είχαν χρησιμοποιήσει αλεξιπτωτιστές και ανεμοπλάνα σε επιθέσεις (αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα) στην εισβολή στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, στη Νορβηγία αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές είχαν σταλεί να καταλάβουν την γέφυρα της διώρυγας της Κορίνθου που οι Βρετανοί Βασιλικοί Μηχανικοί (σκαπανείς) ετοιμάζονταν να ανατινάξουν. Γερμανοί μηχανικοί προσγειώθηκαν με ανεμοπλάνα κοντά στη γέφυρα, ενώ πεζικό αλεξιπτωτιστών ασκούσε πίεση στις περιμετρικές δυνάμεις άμυνας. Η γέφυρα υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια της σύρραξης, κάτι που καθυστέρησε την γερμανική προέλαση και έδωσε στους Συμμάχους χρόνο να μεταφέρουν 18.000 στρατιώτες στην Κρήτη και 23.000 ακόμα στην Αίγυπτο, με κόστος όμως την απώλεια ενός μεγάλου τμήματος του βαρέος οπλισμού.
Υπήρχε η πρόθεση να χρησιμοποιηθούν Fallschirmjäger (Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της Γερμανικής Αεροπορίας) για να καταληφθούν θέσεις-κλειδιά του νησιού, συμπεριλαμβανομένων και αεροδρομίων τα οποία μετέπειτα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για μεταφορά προμηθειών και πολεμοφοδίων από αέρος. Για την πραγματοποίηση της επίθεσης, το 11ο Αερομεταφερόμενο Σώμα (XI Fliegerkorps) θα έπρεπε να διαθέσει την 7η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία και θα έριχνε τους άνδρες της με αλεξίπτωτα και ανεμοπλάνα, ακολουθούμενη από την 22η Μεραρχία Αεραπόβασης, όταν τα αεροδρόμια θα ήταν ασφαλή. Η επίθεση ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 16 Μαΐου, αναβλήθηκε, όμως, για τις 20 και η 5η Ορεινή Μεραρχία αντικατέστησε την 22η Μεραρχία.
Οι βρετανικές πληροφορίες και οι υποκλοπές Ultra
Μέχρι τότε, οι διοικητές των Συμμάχων ήταν ήδη ενήμεροι για την επικείμενη εισβολή, μέσω των υποκλοπών Ultra. Ο στρατηγός Φρέυμπεργκ είχε ενημερωθεί για το σχέδιο μάχης των Γερμανών και είχε ξεκινήσει να ετοιμάζει την άμυνα κοντά στα αεροδρόμια και στις βόρειες ακτές. Παρ’ όλα αυτά καθυστέρησε σημαντικά λόγω έλλειψης σύγχρονου εξοπλισμού, και συνειδητοποίησε ότι ακόμα και οι ελαφρά οπλισμένοι αλεξιπτωτιστές είχαν ίση ή μεγαλύτερη δύναμη πυρός από τα δικά του στρατεύματα. Αν και οι πληροφορίες που είχε ο Φρέυμπεργκ από τις υποκλοπές της Ultra ήταν πολύ λεπτομερείς, η μετάφραση από τα γερμανικά είχε γίνει από γλωσσολόγους και όχι ειδικούς στην τακτική. Το αποτέλεσμα ήταν παραπλανητικές πληροφορίες που είχαν βγει από τα συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, τα γερμανικά μηνύματα ανέφεραν ναυτικές επιχειρήσεις, κάτι που επηρέασε σημαντικά την τοποθέτηση των στρατευμάτων του Φρέυμπεργκ καθώς περίμενε αμφίβια απόβαση ενώ ο πραγματικός στόχος των Γερμανών ήταν το αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Γερμανική κατασκοπεία
Ο ναύαρχος Βίλχελμ Κανάρις, αρχηγός της γερμανικής Άμπβερ (υπηρεσίας πληροφοριών), αρχικά ανέφερε ότι υπήρχαν μόνο 5.000 Βρετανοί στρατιώτες στην Κρήτη και καθόλου ελληνικές δυνάμεις. Η Άμπβερ επιπλέον είχε προβλέψει ότι ο κρητικός πληθυσμός θα υποδεχόταν τους Γερμανούς ως απελευθερωτές, λόγω των ισχυρών τους δημοκρατικών και αντιμοναρχικών πεποιθήσεων τους, και ότι θα ήθελαν να συμμετάσχουν στην «ευνοϊκή» συμφωνία που απολάμβανε η ηπειρωτική Ελλάδα. Παρ’ όλο που ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, ήταν Κρητικός και έχαιρε μεγάλης υποστήριξης από το νησί, οι Γερμανοί υποτίμησαν σοβαρά το βάθος του πατριωτισμού των Κρητικών. Στην πραγματικότητα, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ (χαρακτηρισμένος ως ο υπ’ αριθμόν 2 εχθρός του Άξονα) και η ακολουθία του είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα μέσω της Κρήτης με τη βοήθεια Ελλήνων και Κοινοπολιτειακών στρατιωτών, Κρητών πολιτών, ακόμα και μίας ομάδας φυλακισμένων που είχαν απελευθερωθεί λόγω της προέλασης των Γερμανών.
Η υπηρεσία πληροφοριών της γερμανικής 12ης Στρατιάς περιέγραφε την κατάσταση ως λιγότερο αισιόδοξη, αλλά πίστευε ότι υπήρχαν πολύ λιγότεροι Βρετανοί και Κοινοπολιτειακοί στρατιώτες απ’ ό,τι υπήρχαν στην πραγματικότητα, και ακόμα υποτίμησε τον αριθμό των Ελλήνων στρατιωτών που είχαν εγκαταλείψει την ηπειρωτική χώρα. Ο στρατηγός Αλεξάντερ Λερ (Alexander Löhr) ήταν πεπεισμένος ότι θα μπορούσε να κατακτήσει το νησί με δύο μεραρχίες, αλλά αποφάσισε να κρατήσει την 6η Ορεινή Μεραρχία στην Αθήνα ως εφεδρεία. Τα γεγονότα που ακολούθησαν θα επαλήθευαν ότι αυτή ήταν μία σοφή απόφαση.
Φορητά όπλα
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 01/03/2021)
Γερμανικά
Το τουφέκι kar 98k, το υποπολυβόλο Mp40 και το πιστόλι Luger Parabellum 09.
Ελληνικά
Το άγνωστο για πολλούς ΕΠΚ της ΠΥΡΚΑΛ, τουφέκια μάουζερ και μάνλιχερ.
Βρετανικά και Κοινοπολιτείας
Το τυφέκιο του βρετανικού στρατού, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από αρκετές συμμαχικές δυνάμεις, ήταν το Short Magazine, Lee-Enfield. Το υποπολυβόλο του βρετανικού στρατού ήταν το STEN των 9mm. Ένα άλλο ελαφρύ όπλο υποστήριξης ήταν το οπλοπολυβόλο Bren, με τον χαρακτηριστικά ανεστραμμένο γεμιστήρα, που είτε τροφοδοτούνταν με 28 φυσιγγια των .303 ιντσών (7.67mm), είτε με 28 των .202 ιντσών. Βαρύ πολυβόλο ήταν το Vickers k. Χρησιμοποιήθηκε επίσης σε μεγάλη κλίμακα και το αμερικανικό οπλοπολυβόλο Thomson.
Στρατηγικό σχέδιο και τακτικές
Την πρώτη ημέρα προβλέπονταν η κατάληψη των αεροδρομίων και λιμένων Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου, την δεύτερη της Σούδας, όπως και μεταφορά της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στο Μάλεμε γιά ενίσχυση των αλεξιπτωτιστών. Οι ομάδες επιθέσεως ήταν τρείς:
Δυτική Ομάδα «Κομήτης», Σύνταγμα Εφόδου Αλεξιπτωτιστών.
Κεντρική Ομάδα «Άρης», 2ο και 3ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας Αλεξπτωτιστών.
Ανατολική Ομάδα «Ωρίων»,1ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών.
Η επίθεση
1η ημέρα
Το πρωί της 20ής Μαίου, μετά από σφοδρό βομβαρδισμό και πολυβολισμό από αεροσκάφη της Λουφτβάφφε, άρχισε η κατά κύματα ρίψη των αλεξιπτωτιστών και η προσγείωση ανεμοπλάνων στην δυτική Κρήτη. Οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις αμέσως άρχισαν την εκτόξευση αντιαεροπορικών πυρών, ενώ οι μονάδες πεζικού προσέβαλαν με δραστικά πυρά τους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και στο έδαφος. Στο Μάλεμε η ομάδα Κομήτης, υπό τον Υποστράτηγο Μάιντλ, κατέλαβε την γέφυρα του ποταμού Ταυρωνίτη και το στρατόπεδο της ΡΑΦ, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει το αεροδρόμιο. Μέχρι τις απογευματινές ώρες η μάχη για το ύψωμα 107, που δέσποζε του αεροδρομίου, ήταν σκληρή, με τους Νεοζηλανδούς να προτάσσουν σθεναρή άμυνα. Η φθορά που είχαν υποστεί οι δυνάμεις των αμυνομένων στο ύψ. 107 έκανε τον διοικητή τους να αμφιβάλει για το πόσο μπορούσε να αντέξει νέα γερμανική επίθεση την επόμενη μέρα, με αποτέλεσμα την νύχτα να αποσυρθεί από το ύψωμα. Δυτικά του Μάλεμε, στο Κολυμπάρι, η ελληνική Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απέκρουσε με επιτυχία τους Γερμανούς αλλά οι απώλειές της και η έλλειψη πυρομαχικών την ανάγκασαν σε σύμπτυξη σε νέα τοποθεσία.
Ανατολικότερα, στην περιοχή της Αγυιάς, διεξήχθησαν σφοδροί αγώνες ολόκληρη την μέρα, με το 6ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού, που κατείχε τα υψώματα νότια του χωριού Γαλατά και βρέθηκε μέσα στην ζώνη προσγείωσης του όγκου των Γερμανών αλεξιπτωτιστών της ομάδας Άρης, να δέχεται αλλεπάλληλες επιθέσεις. Ο διοικητής, ο υποδιοικητής, ένας διοικητής λόχου και πολλοί διμοιρίτες του Συντάγματος ήταν μεταξύ των πρώτων νεκρών. Ο άνισος αγώνας υποχρέωσε το Σύνταγμα σε σύμπτυξη προς τον Γαλατά. Οι Γερμανοί παρά τις σοβαρές απώλειες κατάφεραν να σταθεροποιηθούν στην περιοχή των φυλακών της Αγυιάς, όπου απέκρουσαν αντεπίθεση από ένα Νεοζηλανδικό τάγμα το βράδυ. Η επίθεση για την κατάληψη της Σούδας και των Χανίων απέτυχε με μεγάλες απώλειες για τους αλεξιπτωτιστές, αναγκάζοντας τους Γερμανούς, που ανέμεναν αντεπίθεση από τους Βρετανούς την νύχτα, να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να οργανωθούν αμυντικά στην περιοχή των φυλακών Αγυιάς .
Τις απογευματινές ώρες, 161 μεταφορικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν ρίψη αλεξιπτωτιστών και στρατιωτικού υλικού στην περιοχή του Ρεθύμνου. Ένα τμήμα αλεξιπτωτιστών, αφού κατέλαβε τα χωριά Περιβόλια και Καστελάκια, κινήθηκε προς το Ρέθυμνο, αποκρούστηκε όμως από το Τάγμα Οπλιτών Χωροφυλακής με σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Έλληνες και Αυστραλοί απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση σε ένα λόφο δυτικά του αεροδρομίου του Ρεθύμνου, συλλαμβάνοντας μάλιστα 80 αιχμαλώτους. Παρά τις σοβαρές απώλειές τους, που ανήλθαν στο ένα τρίτο της δύναμής τους, οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το χωριό Αμπελάκια και έναν λόφο ανατολικά του αεροδρομίου.
Στον Τομέα Ηρακλείου η επίθεση της ομάδας Ωρίων ξεκίνησε στις 15:00, με την πόλη του Ηρακλείου να δέχεται για μία ώρα σφοδρό βομβαρδισμό που της προκάλεσε σοβαρές καταστροφές. Η ρίψη των αλεξιπτωτιστών έγινε στις 16:00, χωρίς όμως να έχουν αεροπορική υποστήριξη, γεγονός που ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τύχη των γερμανικών τμημάτων. Το τάγμα αλεξιπτωτιστών που είχε ως στόχο την κατάληψη του αεροδρομίου εξοντώθηκε από βρετανικές και αυστραλιανές δυνάμεις, ενώ δύο τάγματα αλεξιπτωτιστών (μειωμένης δύναμης) υποχρεώθηκαν σε αμυντική στάση λόγω των επιθέσεων που δέχτηκαν από τολμηρούς ένοπλους πολίτες, χωροφύλακες και οπλίτες του 7ου Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού.
2η ημέρα
Στις 06.00, γερμανικό μεταγωγικό προσγειώθηκε κάτω άπό τά πυρά των Συμμάχων, με σκοπό τη διακομιδή του τραυματία στρατηγού Μάιντλ.Το 6ο Ελληνικό Σύνταγμα αναδιοργανώθηκε στον Γαλατά. Το 8ο απέκρουσε γερμανική επίθεση, αντεπιτέθηκε και διασκόρπισε τα εχθρικά τμήματα, αιχμαλωτίζοντας τραυματίες Γερμανούς. Οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στον λόφο 107 που δεσπόζει στο Μάλεμε, μετά την απροσδόκητη και αδικαιολόγητη εγκατάλειψή του από τους Νεοζηλανδούς, η οποία κόστισε ουσιαστικά στους Συμμάχους τη Μάχη της Κρήτης. Από τις 18.00, τα μεταγωγικά Γιούνκερ JU 52 άρχισαν να προσγειώνονται κάτω από τα πυρά των Συμμάχων, άλλα εκεί, άλλα στην παραλία, άλλα προσθαλασσώνονταν φλεγόμενα. Κάποια αποβίβαζαν άνδρες και υλικό και απογειώνονταν αμέσως, κάποια ούτε σταματούσαν, απλά τροχοδρομούσαν καί οι άνδρες πηδούσαν έξω .Επειδή το μικρό αεροδρόμιο δεν χωρούσε τέτοιον όγκο αεροσκαφών και υλικού, ένα κυριευμένο βρετανικό τάνκ απομάκρυνε συνεχώς τά συντρίμια από τόν διάδρομο προσγειώσεως.
Δύο γερμανικές νηοπομπές, 60 καΐκια με συνοδεία ιταλικών τορπιλακάτων, τα οποί ξεκίνησαν από Χαλκίδα καί Πειραιά μεταφέροντας δύο τάγματα ορεινών καταδρομέων, επισημάνθηκαν από τον βρετανικό στόλο που βύθισε 15 από αυτά, τα δε υπόλοιπα αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στη Μήλο. Πολλοί πνίγηκαν μπροστά στά μάτια των αλεξιπτωτιστών που πετούσαν από πάνω τους μέσα στα Γιούνκερ προς Κρήτη.Παλαίμαχοι αλεξιπτωτιστές αναφέρουν ότι έριχναν τα σωσίβιά τους στούς συντρόφους στη θάλασσα.
Γερμανικοί τάφοι κατά την διάρκεια της μάχης της Κρήτης
Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά από ενίσχυσή της και από δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν περίπου σε σύνολο 43.000 άντρες, σε 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς και Νεοζηλανδούς. Οι απώλειες των Συμμάχων ανήλθαν, σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, για τους Έλληνες, σε 426 νεκρούς και μεγάλο αριθμό τραυματιών και αιχμαλώτων ο οποίος δεν αναφέρεται. Οι απώλειες των Βρετανών ανήλθαν σε 1.742 νεκρούς, 1.737 τραυματίες και 11.835 αιχμαλώτους. Επίσης βυθίστηκαν 2 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλλικά και απωλέσθησαν πάνω από 2.000 αξιωματικοί και ναύτες.
Η συνολική δύναμη του Άξονα που πήρε μέρος στην επιχείρηση Ερμής ανερχόταν σε 22.750 άνδρες, από τους οποίους οι 14.000 ήταν αλεξιπτωτιστές, 1.370 αεροπλάνα και ανεμόπτερα και 70 πλοία. Οι απώλειες του Άξονα ανέρχονταν, σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, σε 1.990 νεκρούς, 1.995 αγνοούμενους και σοβαρό αριθμό τραυματιών. Συνολικά οι απώλειες του επίλεκτου σώματος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών ξεπέρασαν τους 8.000 άνδρες. Οι απώλειες σε αεροσκάφη ανήλθαν σε 220 τελείως κατεστραμμένα και 150 περίπου με σοβαρές ζημιές. Σύμφωνα όμως με τον Κουρτ Στούντεντ, ο οποίος είχε και την διοίκηση της επιχείρησης από τη γερμανική πλευρά, οι απώλειες ανέρχονταν σε 4.000 νεκρούς και αγνοούμενους αλεξιπτωτιστές και στρατιώτες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας. Σύμφωνα με άλλες γερμανικές πηγές οι απώλειες έφθασαν τους 6.453 άνδρες. Στο Γερμανικό νεκροταφείο Μάλεμε βρίσκονται οι τάφοι 4.465 στρατιωτών του Γερμανικού Στρατού της μάχης της Κρήτης και της κατοχικής περιόδου.
Αντίποινα
Τα αντίποινα στην Κρήτη ήταν σφοδρά, όπως η πλήρης καταστροφή και ισοπέδωση του χωριού της Κανδάνου. Ένας Γερμανός αλεξιπτωτιστής θυμάται την κατάσταση του πολέμου στην Κρήτη. Οι Κρητικοί πολίτες για να μας ξεγελούν κουβάλαγαν σημαίες με την Σβάστικα. Δεν τους κάλυπτε ούτε ο Κανονισμός Πολέμου Εδάφους της Χάγης, ούτε η σύμβαση της Γενεύης. Τους αποκαλούσαμε ελεύθερους σκοπευτές και ήμασταν πολύ θυμωμένοι.
Πηγή: wikipedia.org