
‘Αρθρο: Πόντιοι, Θρυλόριο και Υφαντές: Οι μνήμες που αρνείται η Τουρκία, οι μνήμες που ποτέ δεν πεθαίνουν
Γράφει ο Άκης Λιάντζουρας
Μεγάλωσα στη σκιά της Κομοτηνής, μισός Κρητικός στην καταγωγή και νιώθοντας τους Πόντιους σας ξαδέλφια. Οι μόνοι που καταλάβαιναν την βαριά Κρητική προφορά μου , των παιδικών μου χρόνων και δεν γελούσαν μαζί μου, σ’ εκείνο το απέραντο μωσαϊκό από προσφυγικούς συνοικισμούς, τσιμεντένια σχολεία, ραγισμένα θρανία και παιδικές φωνές που κουβαλούν στις αποσκευές τους ιστορίες ματωμένες, ρίζες ξεριζωμένες και βλέμματα γεμάτα ερωτήματα. Οι δικοί μου συμμαθητές —η Γιώτα από το Θρυλόριο, ο Δώρης, ο Σάββας, κι άλλοι πολλοί, που τα επίθετά τους κουβαλούσαν ακόμη τη σκόνη του Πόντου, την αλμύρα της Μαύρης Θάλασσας— δεν χρειάστηκαν ποτέ να διαβάσουν για γενοκτονίες στα σχολικά βιβλία. Τι να σου κάνει το μάθημα της ιστορίας όταν το κουδούνι χτυπά και, στα διαλείμματα, ακούς θρύλους που έχουν γραφτεί με αίμα;
«Εμάς ο παππούς μας, όταν ήρθε εδώ, ήξερε μόνο τα βήματα του Πυρίχχιου και πώς να θάβει τους δικούς του», μου είπε μια μέρα η Γιώτα. Ο Σάββας, ο Δώρης, όλοι είχαν κάτι να συμπληρώσουν — για χαμένα αδέρφια, για πορείες μέσα στα χιόνια της Ανατολίας, για νερό που στέρευε, για φωνές που σώπαιναν. Κι αν τα βλέπεις αυτά σαν κάτι μακρινό, αρκεί να περπατήσεις ένα βράδυ στο Θρυλόριο ή στους Υφαντές και να δεις τα μικρά παρεκκλήσια που έχτισαν οι ίδιοι, για να φυλάξουν μνήμες. Κανείς δεν χτίζει εκκλησία για να ξεχάσει, φίλε μου.
Στο ίδιο σχολείο, ανάμεσα σε Πόντιους, καθόταν κι ο Κεβόρκ και η Μαριάμ, παιδιά Αρμενίων, που έμαθαν να μετρούν τους δικούς τους προγόνους με παρόμοιους αριθμούς χαμένων. Η Κομοτηνή, όσο κι αν ήθελε να μοιάζει ευρωπαϊκή, ήταν (κι είναι) το καταφύγιο των επιζώντων της Ιστορίας — κι όχι εκείνης της ωραιοποιημένης, αλλά της πραγματικής, της απάνθρωπης, αυτής που γράφτηκε από χέρια βουτηγμένα στο αίμα και μετά σβήστηκε, απ’ όσους θέλουν να βλέπουν μόνο νίκες, ποτέ εγκλήματα.
Η Τουρκία —το τουρκικό κράτος, για να είμαι ακριβής— ακόμη και σήμερα, έναν αιώνα μετά, αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει αυτό που όλοι ξέρουν, ό,τι λένε οι γιαγιάδες κι οι παππούδες μας πίσω από τις κλειστές πόρτες, ό,τι γράφτηκε σε ημερολόγια, σε γαμήλιες βέρες που θάφτηκαν στα χιόνια του Ερζερούμ. Αυτή η άρνηση, αυτή η πολιτική σκοπιμότητα, είναι ύβρης απέναντι στην ίδια την ανθρωπότητα. Γιατί δεν μιλάμε μόνο για θύματα: μιλάμε για το τέλος ενός κόσμου που προσέφερε πολιτισμό, γλώσσα, μνήμη και ένα τεράστιο απόθεμα αγάπης για τη ζωή.
Δεν είναι μονάχα το αίμα που ζητάει δικαίωση — είναι η μνήμη. Όσο πιο βίαια επιχειρεί κανείς να ξεριζώσει την αλήθεια, τόσο πιο βαθιά γαντζώνεται. Στην Κομοτηνή οι ιστορίες δεν χάθηκαν: συνέχισαν στα τραγούδια, στα φαγητά, στις λέξεις. Ο Νεοτουρκικός εθνικισμός ήθελε καθαρότητα, κατάφερε να αφήσει μονάχα έρημους τόπους και φαντάσματα που πλανώνται πάνω απ’ τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα. Και μέσα σ’ αυτό το φάντασμα της Ιστορίας, μην ξεχνάς: Ο ίδιος ο Ερντογάν, ναι, ο σημερινός “σουλτάνος”, είναι Πόντιος εξισλαμισμένος. Η Ιστορία έχει ειρωνεία που ούτε ο πιο τολμηρός συγγραφέας δεν θα αποτολμούσε.
Όσοι γλίτωσαν, έφεραν μαζί τους την Ιστορία, και στην Κομοτηνή η Ιστορία έγινε οδοδείκτης. Δεν μπορείς να την ξεχάσεις, γιατί η γιαγιά της Γιώτας θα σου πει το βράδυ πώς βρέθηκαν σε μια χώρα που ποτέ δεν ονειρεύτηκαν, θα σου δείξει μια φωτογραφία, μια εικόνα του Αγίου Ευγενίου και θα σου τραγουδήσει ένα μοιρολόι στα ποντιακά που κανείς δεν μεταφράζει στα σχολικά βιβλία.
Ούτε θα ξεχαστεί, όσο ακόμη υπάρχει ένα παιδί που παίζει στους δρόμους της Κομοτηνής και θυμάται, μισοαστεία-μισοσοβαρά, ότι η ιστορία της οικογένειάς του ξεκίνησε με τη λέξη «ξεριζωμός».
Κι αν η Τουρκία επιμένει να σιωπά, να χτίζει μουσεία και να σβήνει μνήμες, ας το ξέρει: οι νεκροί δεν ξεχνάνε, οι ζωντανοί θυμούνται. Κι η δικαίωση μπορεί να αργεί, αλλά έρχεται πάντα.
Γιατί η Ιστορία δεν είναι ποτέ το παρελθόν. Είναι το σπίτι που μεγαλώσαμε — κι οι φωνές που δεν σβήνουν, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να τις πνίξουν στο σκοτάδι.