Login

Lost your password?
Don't have an account? Sign Up

ΑΕΝ/Π-M Κρήτης

Η Α.Ε.Ν. Κρήτης βρίσκεται στον κόλπο της Σούδας, στην περιοχή Βλητέ, απέναντι από το λιμάνι της Σούδας. Απέχει 2,5 χλμ από την Σούδα και 4 χλμ από τα Χανιά. Παρόλο που η ίδρυσή της έγινε το 1963, ως Σχολή Μηχανικών λειτούργησε το 1972 και αργότερα, το 1981, λειτούργησε η Σχολή Πλοιάρχων. Η Α.Ε.Ν. Κρήτης παρέχει δυνατότητα εσωτερικής φοίτησης και διαθέτει σύγχρονες εγκαταστάσεις.

Η Σχολή

Η εστία της Σχολής αποτελείται από θαλάμους των 4-6 ατόμων και παρέχει όλες τις ανέσεις που χρειάζεται ένας σπουδαστής για την αξιοπρεπή διαβίωση του: ζεστό νερό καθημερινά, ετήσιες ανακαινίσεις, παροχή ειδών υγιεινής, θέρμανση κτλ. Ο αριθμός των σπουδαστών, ανάλογα με τα εξάμηνα, είναι γύρω στους 200-250. Ο γυναικείος πληθυσμός αριθμεί συνήθως 20-40 σπουδάστριες.

Έχετε υπ΄ όψιν πως η Σχολή σάς παρέχει και ασφάλιση στον Οίκου Ναύτου.
Όσο για τα μαθήματα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το επίπεδο δυσκολίας είναι μέτριο. Εάν, όμως, ένας σπουδαστής/σπουδάστρια είναι τακτικός και αφιερώνει έστω και λίγες ώρες από την καθημερινότητά του τότε σίγουρα θα αντεπεξέλθετε στις όποιες εκπαιδευτικές απαιτήσεις χωρίς κανένα πρόβλημα. Για οποιαδήποτε απορία έχετε οι καθηγητές και οι σπουδαστές των μεγαλύτερων ετών της Σχολής είναι δίπλα σας, βοηθώντας σας να υπερπηδήσετε οποιοδήποτε εμπόδιο σταθεί ανάμεσα σε εσάς και στην επαγγελματική σας κατάρτιση.

Στοιχεία Επικοινωνίας με την ΑΕΝ/Π-M Κρήτης

11988909_10207148196276836_690734271_n

Διεύθυνση: ΒΛΗΤΕΣ-ΣΟΥΔΑΣ, ΧΑΝΙΑ, Τ.Κ. 73100

Τηλέφωνο: 28210 – 89356

FAX: 28210-23577

Email: aenkritis@hcg.gr

Ιστοσελίδα Σχολής: http://aen-kritis.chan.sch.gr/

Ιστορική Αναδρομή

Η μεγαλόνησος αποκτά σχολή μηχανικών και πλοιάρχων στα Χανιά (1963-1979)

Στα τέλη του 1963 θα υποβληθεί από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας στο Υπουργείο Συντονισμού, το αντίστοιχο σήμερα Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, υπόμνημα στο οποίο περιλαμβάνονταν «αι προτάσεις διά τον καταρτισμόν του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων διά το […] έτος 1964». Οι προτάσεις αφορούσαν την υλοποίηση έργων ναυτικής εκπαίδευσης και συγκεκριμένα «την κατασκευήν των λιμενικών έργων εις τας Σχολάς Ασπροπύργου, την αποπεράτωσιν του εστιατορίου της Δημοσίας Σχολής Πλοιάρχων Κύμης και τον εξοπλισμόν των Δημοσίων Σχολών Εμπορικού Ναυτικού διά των αναγκαιούντων μηχανών και οργάνων». Ωστόσο, η πλέον σημαντική πρόταση αφορούσε «την ανέγερσιν Δημοσίας Σχολής Εμπορικού Ναυτικού εις τα Χανιά». Στην ουσία, όπως γράφει ο Ανδρέας Λαιμός, η απόφαση για ίδρυση σχολής στα Χανιά ήρθε «κατ’ εφαρμογή του νόμου 1864/1951 και της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου 16/1961», ενώ αφορούσε την ίδρυση σχολής μηχανικών αλλά και σχολής πλοιάρχων.

Έχει ενδιαφέρον πως η απόφαση «περί ιδρύσεως Σχολής Εμπορικού Ναυτικού εις την Κρήτην» ελήφθη κατά τη διάρκεια της υπουργίας του Πολυχρόνη I. Πολυχρονίδη, ο οποίος είχε καταγωγή από τα Χανιά και εκλεγόταν ανελλιπώς βουλευτής τους από το 1932 έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αρκετοί είχαν ασκήσει κριτική στον Π. Πολυχρονίδη γι’ αυτήν του την πρωτοβουλία ή είχαν εκφράσει –όπως για παράδειγμα τα Ναυτικά Χρονικά– επιφυλάξεις για τους πραγματικούς λόγους επιλογής των Χανίων ως έδρας της νέας σχολής και όχι για παράδειγμα του ναυτότοπου της Άνδρου, καθώς θεωρήθηκε πως η ίδρυσή της στην Κρήτη ήρθε ως αποτέλεσμα εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων, χωρίς να υφίσταται ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός για το μέλλον της ναυτικής εκπαίδευσης στη χώρα και του ρόλου που θα έπρεπε να επιτελούν οι ναυτικές σχολές που ήδη λειτουργούσαν ή που θα ιδρύονταν. Αξίζει να σημειωθεί πως παρόμοια «κατηγορία» με αυτήν κατά του Π. Πολυχρονίδη είχε προσαφθεί και εναντίον του προσώπου του Γεώργιου Βογιατζή, μια και ήταν κατά τη διάρκεια της δικής του υπουργίας στο ΥΕΝ, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν ελήφθη η απόφαση για ίδρυση σχολής πλοιάρχων στην Κύμη της Εύβοιας, απ’ όπου καταγόταν και ο ίδιος, και όχι στο ναυτιλιακό κέντρο της Σύρου, όπως μετ’ επιτάσεως ζητούσαν εκείνη την περίοδο αρκετοί πλοιοκτήτες με προεξάρχουσα τη μεγάλη μορφή της ελληνικής ναυτιλίας, τον Νικόλαο Β. Ρεθύμνη.

Αναμνηστική φωτογραφία των σπουδαστών της Γ’ Τάξης της Δημόσιας Σχολής Εμπορικού Ναυτικού Χανίων (1970).

Από την πλευρά του ο Π. Πολυχρονίδης, απαντώντας στις κατηγορίες, υποστήριζε πως «η απόφασίς μας περί ιδρύσεως Σχολής Εμπορικού Ναυτικού εις Κρήτην δεν οφείλεται εις διάθεσιν εσπευσμένης χαριστικής ενεργείας, αλλά εις την παγκοίνως ανεγνωρισμένην ανάγκην της δημιουργίας των βάσεων διά την επιβαλλομένην στροφήν προς την τεχνικήν παιδείαν των νέων της μεγαλονήσου». Σαφώς, η πολιτική απόφαση ίδρυσης σχολής στην Κρήτη αποτελούσε μια σημαντική εξέλιξη προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός «ναυτικού χαρακτήρα» στο νησί, με δεδομένο πως το τελευταίο, παρά το μέγεθός του, δεν διέθετε κατά τα νεότερα και σύγχρονα χρόνια ισχυρή ναυτιλία, με συνέπεια να μην έχει διαμορφωθεί η απαιτούμενη ναυτική παράδοση αλλά και κουλτούρα στον πληθυσμό του, όπως συνέβη σε άλλα νησιά του Αιγαίου, για παράδειγμα σε Ύδρα, Σπέτσες, Σαντορίνη, Μύκονο, Ψαρά. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί πως η Κρήτη θα δώσει σημαντικές μορφές στον χώρο του ναυτιλιακού επιχειρείν, κυρίως όμως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός που θα συμβάλει στην ενίσχυση μεταπολεμικά του «ναυτιλιακού προφίλ» του νησιού.

Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, φαίνεται πως η απόφαση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας για ίδρυση Σχολής Εμπορικού Ναυτικού στην Κρήτη ερχόταν να απαντήσει όντως σε μια σημαντική πρόκληση: την προσέλκυση περισσότερων νέων Κρητών στο ναυτικό επάγγελμα, και μάλιστα σε μια εποχή όπου η ελληνική ναυτιλία είχε εορτάσει την εγγραφή του χιλιοστού πλοίου της στο εθνικό νηολόγιο, ενώ ο ελληνόκτητος στόλος αναδεικνυόταν σε έναν από τους μεγαλύτερους στον κόσμο και ήταν επιτακτική η ανάγκη για πολλά, νέα και αρτίως εκπαιδευμένα στελέχη, αξιωματικούς καταστρώματος και μηχανής. Μάλιστα, παρουσιάζει ενδιαφέρον το ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, το ποσοστό των υποψηφίων από την Κρήτη που δήλωναν συμμετοχή στις εισαγωγικές εξετάσεις των δημοσίων σχολών Εμπορικού Ναυτικού κυμαινόταν μεταξύ 8-10%. Αυτό το ποσοστό συνιστούσε σαφή ένδειξη πως η σταδιοδρομία στο ναυτικό επάγγελμα είχε αρχίσει να αναδεικνύεται σε μία από τις πρώτες επιλογές επαγγελματικού προσανατολισμού για αρκετούς από τους νέους της Κρήτης. Κατά συνέπεια, υποστήριζε ο Πολυχρόνης Πολυχρονίδης, «η εκεί ίδρυσις Σχολής ήθελε σημαντικώς ενισχύσει ταύτην».

Για τον Π. Πολυχρονίδη η επιλογή των Χανίων ως έδρας «του κέντρου ναυτικής εκπαιδεύσεως εις Κρήτην» δεν υπήρξε τυχαία. Ο ίδιος, σε επιστολή του προς τον Δημήτρη Κωττάκη, τον εκδότη των Ναυτικών Χρονικών, με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 1963, υποστήριζε ότι «η γειτνίασις της Σχολής προς τας εν Σούδα ναυτικάς υπηρεσίας και εγκαταστάσεις του Βασ. Ναυτικού είναι αναμφισβήτητον ότι συνιστά παράγοντα πρώτης τάξεως διά την επιλογήν των Χανίων Κρήτης. Το δυσχερέστερον ίσως πρόβλημα των λοιπών επαρχιακών σχολών, δηλαδή η εξεύρεσις του καταλλήλου εκπαιδευτικού προσωπικού και των αναγκαίων μέσων πρακτικών εφαρμογών, λύεται αυτομάτως εις Χανιά χάρις εις τον εκεί Βασ. Ναύσταθμον». Το γιατί είχε σημασία η γειτνίαση με τον ναύσταθμο του –τότε– Βασιλικού Ναυτικού έχει να κάνει με το γεγονός πως «ως καθηγηταί και διδάσκαλοι [εν. στις Δημόσιες Σχολές Εμπορικού Ναυτικού] ορίζονται αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος». Επομένως, η νέα σχολή στα Χανιά θα μπορούσε με μεγάλη άνεση να καλύπτει άμεσα τις ανάγκες της σε καθηγητές από το προσωπικό που υπηρετούσε στον ναύσταθμο του Πολεμικού Ναυτικού στη Σούδα, καθώς και από το προσωπικό που υπηρετούσε στο Λιμεναρχείο Χανίων.

Η απόφαση για ίδρυση ναυτικής σχολής στην Κρήτη αποτελούσε πλέον ειλημμένη απόφαση. Για τον λόγο αυτόν, όταν παρουσιάζεται τον Δεκέμβριο του 1964 ο προϋπολογισμός του Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης για το έτος 1965, από τον τότε «Διευθυντή του Ν.Ε.Ε., Πλοίαρχο-Λιμενικό Ξ. Αντωνιάδη» και τον «Α. Σκιαδά, Πλωτάρχη Λιμ., Τμηματάρχη Ν.Ε.Ε.», παρατηρείται αύξηση των κρατικών δαπανών για τη ναυτική εκπαίδευση, καθώς συμπεριλαμβάνονται σημαντικά κονδύλια (άνω των δέκα εκατ. δρχ.) που είχαν προβλεφθεί για τις ανάγκες ανέγερσης των κτιρίων της σχολής των Χανίων.

Βέβαια, έπρεπε πρώτα να βρεθεί ο κατάλληλος χώρος προς ανέγερση του εκπαιδευτικού συγκροτήματος, ο οποίος και δεν θα αργήσει να βρεθεί χάρη στην απόφαση του Ταμείου Εθνικής Άμυνας να παραχωρήσει εκτάσεις στη Σούδα. Συγκεκριμένα, όπως γράφουν τα Ναυτικά Χρονικά, με απόφαση του ΓΕΕΘΑ συγκροτήθηκε τον Φεβρουάριο του 1965 ειδική επιτροπή «διά την εκτίμησιν του οικοπέδου, το οποίον θα παραχωρηθή υπό του Ταμείου Εθνικής Αμύνης εις το ΥΕΝ διά την ανέγερσιν της Σχολής Εμπορικής Ναυτιλίας Χανίων. Εκ μέρους του ΥΕΝ ωρίσθησαν ο πλοίαρχος κ. Αντωνιάδης και ο υποπλοίαρχος κ. Κοσμάτος, λιμενάρχης Χανίων». Μάλιστα, το ενδιαφέρον του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ήταν τόσο ισχυρό για τη νέα σχολή, ώστε ο ίδιος ο Ξενοφών Αντωνιάδης αποφασίζεται να μεταβεί στα Χανιά για να χειριστεί άμεσα την υπόθεση, με στόχο να προχωρήσει απρόσκοπτα και όσο γίνεται πιο άμεσα η διαδικασία τόσο της παραχώρησης του οικοπέδου όσο και της ανέγερσης των κτιρίων.

Ωστόσο, τα έργα για τη νέα σχολή, παρά το προσωπικό ενδιαφέρον που επιδείκνυαν οι υπουργοί Εμπορικής Ναυτιλίας, μεταξύ των οποίων και ο Χανιώτης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, δεν θα ξεκινήσουν σύμφωνα με τους αρχικούς σχεδιασμούς εντός του 1965. Ωστόσο, αυτό που θα επιτευχθεί εντός του έτους, και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1965, ήταν με χρηματοδότηση που προήλθε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και έναντι ενός συμβολικού τιμήματος να αγοραστεί «κατέναντι ακριβώς των εγκαταστάσεων της Ναυτικής Βάσεως μέγα παραλιακόν οικόπεδον» «εις την Σούδαν διά την ανέγερσιν της Σχολής Χανίων» η οποία σε πρώτη φάση είχε αποφασιστεί, όπως έγραφαν τα Ναυτικά Χρονικά, να είναι σχολή πλοιάρχων και σε μεταγενέστερη φάση να προστεθεί και η σχολή μηχανικών. Είχε πλέον γίνει το πρώτο σημαντικό βήμα για την ίδρυση της σχολής στη Σούδα. Το επόμενο θα γίνει την άνοιξη του 1966, όταν το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας θα προχωρήσει στη σύνταξη προμελέτης «του κτιρίου της Σχολής Πλοιάρχων Χανίων», ενώ θα δοθεί και η «εντολή εις τον μηχανικόν όπως προβή εις τον καταρτισμόν της μελέτης διά να δημοπρατηθή αύτη το ταχύτερον». Για τις ανάγκες της σχολής είχε εγγραφεί στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ποσό που άγγιζε τα 10 εκατ. δρχ..

Το ζήτημα όμως της ίδρυσης και της λειτουργίας δημόσιας σχολής Εμπορικού Ναυτικού στην Κρήτη θα αντιμετωπίσει και νέες χρονικές καθυστερήσεις και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις. Αν και τα αρχιτεκτονικά σχέδια των κτιριακών εγκαταστάσεων που αφορούσαν τη σχολή πλοιάρχων είχαν εγκριθεί από καιρό δεν είχαν ξεκινήσει τα έργα ανέγερσής τους. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το χρονίζον ζήτημα, τον Μάιο του 1968 θα ξεκινήσουν επαφές μεταξύ του ΥΕΝ και εκπροσώπων της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών με κύριο θέμα συζήτησης τη ναυτική εκπαίδευση, με το ζήτημα «της επεκτάσεως του δικτύου των ναυτικών σχολών εις την Κρήτην» να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των συζητήσεων των δύο πλευρών. Τα Ναυτικά Χρονικά σε σχετικό άρθρο τους, αφού εξέφραζαν την ικανοποίησή τους για την πρωτοβουλία της ΕΕΕ, σημείωναν πως είναι ανάγκη, πέραν της σχολής πλοιάρχων, να εξεταστεί και η δυνατότητα υλοποίησης του αιτήματος κρατικοποίησης της νυχτερινής σχολής μηχανικών που λειτουργούσε ήδη στα Χανιά, έτσι ώστε αυτή να μετατραπεί σε δημόσια σχολή και να «καταστή ουσιαστική και υπολογίσιμος η προσφορά ταύτης εις την δημιουργίαν υψηλής στάθμης μηχανικών στελεχών των οποίων τόσην ανάγκην έχει η Ελληνική Ναυτιλία». Για τα Ναυτικά Χρονικά, άλλωστε, «ο Βασ. Πολεμικός Ναύσταθμος της Σούδας, ο διαθέτων πλήρη μηχανικόν εξοπλισμόν και καταλληλότατον εκπαιδευτικόν προσωπικόν, αποτελεί το ασφαλέστερον θεμέλιον διά την οικοδόμησιν ενός υγιούς τεχνικού εκπαιδευτικού ιδρύματος διά το Εμπορικόν μας Ναυτικόν».

Πλέον το αίτημα της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας ήταν η άμεση δημιουργία ενός ναυτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος στην Κρήτη «με χωριστούς κλάδους δοκίμων γεφύρας και δοκίμων μηχανής». Ήταν ισχυρή η πεποίθηση πως με ένα «δημόσιον ναυτικόν εκπαιδευτικόν συγκρότημα εις την Κρήτην» όχι μόνο θα ενισχυόταν περαιτέρω ο προσανατολισμός των νέων Κρητών προς το ναυτικό επάγγελμα και θα μετατρέπονταν οι σχολές της Κρήτης σε πόλο έλξης για τους νέους όλης της Ελλάδας, αλλά θα μπορούσε και η ελληνική ναυτιλία να αντλήσει νέα στελέχη με άρτια κατάρτιση και επαγγελματισμό, που τόσο τα είχε ανάγκη.

Η αντίστροφη μέτρηση για την ίδρυση και λειτουργία των σχολών πλοιάρχων και μηχανικών της Κρήτης είχε οριστικά ξεκινήσει. Ωστόσο, αντί της ίδρυσης σχολής πλοιάρχων, αποφασίστηκε εν τέλει να δοθεί προτεραιότητα στην ίδρυση της Δημοσίας Σχολής Μηχανικών του ΕΝ, καθώς κρίθηκε από τους αρμόδιους παράγοντες πως ο ελληνόκτητος στόλος είχε μεγαλύτερη ανάγκη από μηχανικούς. Ο θεμέλιος λίθος της σχολής θα τεθεί στις αρχές του 1969. Το κόστος ανέγερσης της σχολής μηχανικών Χανίων «παρά την θέσιν “Βλητέ” του όρμου Σούδας» θα βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, ξεπερνώντας τα 13 εκατ. δρχ., ενώ τα έργα αναμενόταν να ολοκληρωθούν μέσα σε ένα έτος.

Σε πρώτη φάση, κατά το εκπαιδευτικό έτος 1969-1970, η σχολή των Χανίων θα λειτουργήσει προσωρινά σε κτίριο που είχε παραχωρηθεί για τις ανάγκες της μέσα στην πόλη των Χανίων. Συγκεκριμένα στεγάστηκε «εις το οίκημα της εν Χαλέπα οικοκυρικής σχολής, καταλλήλως διαρρυθμισθείσης». Εκεί οι 40 σπουδαστές της (είχε ήδη προκηρυχθεί ο σχετικός διαγωνισμός) διδάσκονταν τα θεωρητικά μαθήματα, ενώ η πρακτική τους άσκηση γινόταν επί τρίωρο και καθημερινώς «εις τα συνεργεία του Ναυστάθμου Κρήτης». Για δύο έτη η σχολή μηχανικών των Χανίων θα λειτουργήσει στις προσωρινές της εγκαταστάσεις και είναι το φθινόπωρο του 1971 που θα μεταφερθεί στο νεοανεγερθέν κτιριακό της συγκρότημα στη Σούδα. Όπως έγραφαν τα Ναυτικά Χρονικά στο φύλλο της 1ης Σεπτεμβρίου 1971, «εφέτος θα λειτουργήση και η Σχολή Μηχανικών των Χανίων, δυναμικότητος 120 μαθητών και εις τας τρεις τάξεις με ετήσιαν παραγωγικότητα 40 αποφοίτων»

Η Δημόσια Σχολή Εμπορικού Ναυτικού της Κρήτης ήταν πλέον πραγματικότητα. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά το 1971 το κτιριακό συγκρότημα θα επεκταθεί και θα συμπληρωθεί με νέες πτέρυγες (εκπαιδευτήρια, κοιτώνες, εστιατόρια, γραφεία διοίκησης κ.λπ.), ενώ οι πρώτοι τριάντα σπουδαστές της σχολής μηχανικών θα αποφοιτήσουν τον Ιούνιο του 1972, ενώ έως το 1977 θα έχουν αποφοιτήσει συνολικά 155 σπουδαστές. Ο επόμενος πια στόχος ήταν η συμπλήρωση του «πολυτελούς και επιβλητικής κατασκευής» ιδρύματος ναυτικής εκπαίδευσης της Κρήτης με την προσθήκη σχολής πλοιάρχων, όπως ήταν εξαρχής η επιδίωξη.

Και πράγματι, όπως γράφουν τα Ναυτικά Χρονικά στο φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1979, ιδρύεται «εις την Ανωτέραν Δημόσιαν Σχολήν Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού Χανίων» σχολή πλοιάρχων. Έτσι, στα τέλη πια της δεκαετίας του 1979 και έπειτα από σχεδόν δεκαέξι χρόνια από τη στιγμή της κατάθεσης από τον τότε υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Πολυχρόνη Ι. Πολυχρονίδη της πρότασης για «την ανέγερσιν Δημοσίας Σχολής Εμπορικού Ναυτικού εις τα Χανιά», η σχολή της Κρήτης μετατρεπόταν πλέον σε ένα ολοκληρωμένο κέντρο ναυτικής εκπαίδευσης, το οποίο παρείχε στους νέους της Κρήτης αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας υψηλού επιπέδου κατάρτιση σε σύγχρονες εγκαταστάσεις, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στην ελληνική ναυτιλία, καθώς της έδινε τη δυνατότητα να επανδρώνει τα πλοία της, που πλέον ήταν κυρίαρχα στις θάλασσες του κόσμου, με άρτια εκπαιδευμένους πλοιάρχους και μηχανικούς.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Συμβολή της Ναυτιλιακής Εκπαίδευσης- Εβδομήντα Χρόνια από την Ιδέα Σύστασης Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης», Gratia Εκδοτική, Αθήνα 2017, σελ. 139

isalos.net